Από την έντυπη έκδοση
Συνέντευξη στον Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
«Η ολοκλήρωση του προγράμματος διάσωσης δεν είναι το τέλος, αλλά η αφετηρία για μια διαφορετική πορεία της χώρας. Όσοι θεωρούν ότι θα γυρίσουμε στην προ κρίσης κατάσταση κάνουν λάθος. Η κρίση υπήρξε το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου μοντέλου οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης».
Το παραπάνω επισημαίνει μιλώντας στη «Ν» ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στέργιος Πιτσιόρλας. Στο ερώτημα για το αν η Ελλάδα «καταγράφει» επενδυτικό ενδιαφέρον, απαντά καταφατικά, τονίζοντας ότι οι τομείς αιχμής είναι οι μεταφορές, η ενέργεια, η μεταποίηση, η αγροτική παραγωγή και η υγεία. Σημειώνει, ωστόσο, ότι το μεγάλο θέμα αφορά την ικανότητά μας να διαμορφώσουμε συγκεκριμένες προτάσεις. Και ο ίδιος πιστεύει ότι βρισκόμαστε στα πρώτα βήματα επανενεργοποίησης της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Κύριε Πιτσιόρλα, φαίνεται ότι η τρίτη αξιολόγηση κλείνει ευκολότερα από ό,τι ήταν αναμενόμενο. Τι σηματοδοτεί αυτό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας;
«Σηματοδοτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης να ολοκληρώσει την εφαρμογή του προγράμματος και την τήρηση όλων των δεσμεύσεων της χώρας. Ταυτόχρονα σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη στην προοπτική της ελληνικής οικονομίας στη βάση των θετικών στοιχείων που καταγράφονται σταθερά τον τελευταίο χρόνο».
Αρκεί μόνο η υιοθέτηση των προαπαιτουμένων που έχουν τεθεί ή θα πρέπει να υιοθετηθούν κι άλλες παρεμβάσεις;
«Τα προαπαιτούμενα είναι η τυπική πλευρά. Η ουσία βρίσκεται στο σύνολο των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών που δρομολογεί η κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα. Η ολοκλήρωση του προγράμματος διάσωσης δεν είναι το τέλος, αλλά η αφετηρία για μια διαφορετική πορεία της χώρας. Όσοι θεωρούν ότι θα γυρίσουμε στην προ κρίσης κατάσταση κάνουν λάθος. Η κρίση υπήρξε το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου μοντέλου οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης. Η έξοδος από την κρίση πρέπει να σηματοδοτήσει την αλλαγή αυτού του μοντέλου και την έναρξη υλοποίησης μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής. Αυτός ακριβώς είναι ο στόχος της κυβέρνησής μας. Αυτό αρχίζει να αναγνωρίζεται από όλους και γι’ αυτό αλλάζει και το κλίμα γύρω από την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία».
Το 2017 φαίνεται ότι είναι μετά από χρόνια το πρώτο έτος ουσιαστικής ανάπτυξης. Μπορεί να είναι βιώσιμη και να διευρυνθεί στα επόμενα χρόνια;
«Η ανάπτυξη θα είναι βιώσιμη μόνο υπό την προϋπόθεση υλοποίησης της νέας αναπτυξιακής στρατηγικής για την οποία έκανα λόγο προηγούμενα. Αν θέλουμε να είναι βιώσιμη η ανάπτυξη, τότε θα πρέπει να θέσουμε στο κέντρο της προσοχής μας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Την ανταγωνιστικότητα όμως, όχι ως πρόσχημα για τη συμπίεση απλώς του κόστους της εργασίας. Την ανταγωνιστικότητα ως ένα πολυσύνθετο στόχο που αναδεικνύει την αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της χώρας, των πλεονεκτημάτων του ανθρώπινου δυναμικού της και τον αναπροσανατολισμό όλης της λογικής προς την κατεύθυνση της εξωστρέφειας και της παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως και την παροχή υπηρεσιών υψηλού επιπέδου και αξίας. Και βεβαίως η βιωσιμότητα της ανάπτυξης εξαρτάται και από τον βαθμό συνευθύνης όλων των κοινωνικών δυνάμεων και από τον βαθμό που η πολιτική διεύθυνση της χώρας θα εξασφαλίσει την κοινωνική συνοχή και την αίσθηση δικαιοσύνης ως προς τον επιμερισμό των βαρών, αλλά και των ωφελειών της ανάπτυξης».
Το θέμα προσέλκυσης ξένων παραγωγικών επενδύσεων είναι κρίσιμο. Διαπιστώνετε κάποια κινητικότητα;
«Νομίζω ότι αρκεί να διαβάσει κανείς δηλώσεις διεθνών οικονομικών και πολιτικών παραγόντων για να πειστεί ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει τεράστια κινητικότητα και επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα».
Ποιοι τομείς είναι στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος;
Αν θέλουμε να είναι βιώσιμη η ανάπτυξη, τότε θα πρέπει να θέσουμε στο κέντρο της προσοχής μας την ανταγωνιστικότητα ” της ελληνικής οικονομίας.
«Υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον για όλους τους τομείς της οικονομίας. Για τις μεταφορές, την ενέργεια, τη μεταποίηση, την αγροτική παραγωγή, τον τουρισμό, την υγεία κ.λπ. Το μεγάλο θέμα σήμερα δεν είναι το εάν υπάρχει ενδιαφέρον. Το μεγάλο θέμα αφορά την ικανότητά μας να διαμορφώσουμε συγκεκριμένες προτάσεις. Θέλω όμως να πιστεύω ότι βρισκόμαστε στα πρώτα βήματα επανενεργοποίησης της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Και αυτό είναι που θα φέρει συγκεκριμένες προτάσεις».
Λίγες ημέρες πριν από το βήμα του συνεδρίου του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου αναφερθήκατε στην αναγέννηση της ναυπηγοεπισκευής. Ποιες θα είναι οι άμεσες κινήσεις σας για την επαναλειτουργία των ναυπηγείων; Τι θα γίνει με τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά;
«Πήραμε την πρωτοβουλία μετά από χρόνια απραξίας για την επίλυση του σύνθετου προβλήματος των ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση που έχει καταθέσει το Ελληνικό Δημόσιο στο αρμόδιο δικαστήριο για την ένταξη των ναυπηγείων σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να δρομολογηθούν άμεσα διαδικασίες για την επαναλειτουργία τους. Παράλληλα, έχουμε ήδη δρομολογήσει την επίλυση του προβλήματος των ναυπηγείων της Σύρου, ενώ προχωράει η αναγέννηση της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης του Περάματος υπό το νέο καθεστώς του ΟΛΠ. Όλα αυτά πολύ σύντομα θα διαμορφώσουν ένα νέο τοπίο ως προς τη ναυπηγοεπισκευή στην Ελλάδα και ως προς τη δημιουργία χιλιάδων θέσεων απασχόλησης».
Πολλές φορές έχετε αναφερθεί στη γεωστρατηγική θέση της χώρας. Αρκεί μόνο η θέση της για να μετατραπεί σε επενδυτικό και μεταφορικό κόμβο;
«Η ιστορία μάς διδάσκει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποκομίζουμε θετικά στοιχεία από την κρίσιμη γεωστρατηγική θέση που κατέχει η χώρα μας πρέπει να έχουμε την ικανότητα να αναλύουμε σωστά το ποιες δυνάμεις και ποια συμφέροντα κάθε φορά συγκρούονται στην περιοχή μας, να διαμορφώνουμε στρατηγική και να εξασφαλίζουμε τις σωστές συμμαχίες στη βάση της προσεκτικής εκτίμησης των συσχετισμών δύναμης. Όλα αυτά ισχύουν σήμερα, στη δύσκολη, ρευστή και μεταβατική περίοδο που βρίσκεται όχι μόνον η περιοχή μας, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος. Το ζητούμενο λοιπόν είναι μια σοβαρή εθνική στρατηγική. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει κόμβος στις μεταφορές και στην ενέργεια, μπορεί όμως κάλλιστα και να παρακαμφθεί χωρίς τη σωστή στρατηγική και χωρίς την απαραίτητη συναίνεση σε μια τέτοια στρατηγική».
Με δεδομένες τις αντιθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιστεύετε ότι ένας ενεργότερος ρόλος της Κίνας στην Ελλάδα θα ωφελούσε την οικονομία της χώρας;
«Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κίνας. Η Ευρώπη έχει ανάγκη την Κίνα, όμως το ίδιο και η Κίνα έχει ανάγκη την Ευρώπη. Η ικανότητα της Ελλάδας θα κριθεί από το κατά πόσον θα καταφέρει να έχει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της σχέσης πιέζοντας προς την επίλυση των προβλημάτων μέσα από τη θετική δυναμική αυτών των σχέσεων και συμβάλλοντας στο να αποκρουστούν τάσεις αναδίπλωσης σε λογικές αδιέξοδου προστατευτισμού. Η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που δεν αντιστρέφεται. Το πρόβλημα είναι η τιθάσευσή της μέσω ρυθμίσεων και κανόνων που δεν έχουν προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Και μιλώντας για την παγκόσμια κλίμακα, προφανώς εμείς μόνο μέσω της Ενωμένης Ευρώπης μπορούμε να έχουμε την όποια παρέμβαση».