Την ανάγκη να συμφωνήσουν Ελλάδα και Ευρωπαίοι σε ένα κοινό πλαίσιο διαχείρισης της εξόδου και μίας «συνεργαστικής σχέσης» μετά το πρόγραμμα, επισημαίνει η Deutsche Bank υπογραμμίζοντας ότι η εξεύρεση ισορροπίας μέσα από ένα συνδυασμό συμβιβασμών, θα επέτρεπε και στην Ελλάδα και την Ευρώπη να κάνουν λόγο για «επιτυχία». Προειδοποιεί ότι «οι προοπτικές για το 2018 παραμένουν θετικές, αλλά ο δρόμος προς την ομαλοποίηση θα παραμείνει μακρύς και δύσκολος».
Η επιτυχής έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018 είναι το βασικό σενάριο της Deutsche Bank, όπως αναφέρει σε ειδική έκθεσή της, με τίτλο: «Η Ελλάδα το 2018: Επιτέλους κάποιο φως στην άκρη του τούνελ».
«Τα γενικά μας συμπεράσματα είναι θετικά», σημειώνει η γερμανική τράπεζα, προσθέτοντας: «Υποστηρίζουμε ότι, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, τα πολιτικά κίνητρα μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων πιστωτών της είναι αρκετά καλά ευθυγραμμισμένα. Αυτό κάνει μία επιτυχή έξοδο της Ελλάδας τον Αύγουστο του 2018 βασικό μας σενάριο».
Ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα, αναφέρει η έκθεση, θα απαιτήσει μία πλήρη εκταμίευση των υπόλοιπων δανείων του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, έναν περιορισμένο ρόλο για το ΔΝΤ, μία περιορισμένη, με όρους και σταδιακή ελάφρυνση του χρέους και μία δυνητικά λιγότερο επιθετική δημοσιονομική διαδρομή από αυτή που προβλέφθηκε με το σημερινό σενάριο του προγράμματος.
«Δεδομένων των πολύ χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια, η δημιουργία ενός χρηματοδοτικού διχτυού ασφαλείας μετά τη λήξη του προγράμματος έχει μικρή σημασία, κατά την άποψή μας», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας:
«Αυτό που είναι σημαντικό είναι να συμφωνήσουν η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι σε ένα κοινό πλαίσιο για τη διαχείριση της εξόδου και μία "συνεργατική" σχέση μετά το πρόγραμμα». Η εξεύρεση ισορροπίας μέσα από ένα συνδυασμό συμβιβασμών, θα επέτρεπε και στην Ελλάδα και την Ευρώπη να κηρύξουν «επιτυχία», σημειώνεται.
«Θα στηρίξουν οι Ευρωπαίοι μία καθαρή έξοδο;»
Σύμφωνα με την έκθεση, με βάση το σημερινό δημοσιονομικό πρόγραμμα, το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας αναμένεται να καλύπτει περίπου τις πληρωμές τόκων της χώρας για τα επόμενα λίγα χρόνια. Αν εξαιρεθούν τα έντοκα γραμμάτια, που χρηματοδοτούνται εγχώρια, υπάρχει μόνο μία μεγάλη αποπληρωμή ομολόγων, ύψους 4 δισ. ευρώ, που λήγει τον Ιούλιο του 2019 και συνολικά λίγο περισσότερο από 10 δισ. ευρώ ωριμάνσεις έως το 2020. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική, επειδή ο φάκελος του σημερινού προγράμματος προβλέπει ένα μεγάλο απόθεμα διαθεσίμων, ύψους 9 δισ. ευρώ, το οποίο, σε συνδυασμό με μία πολύ συγκρατημένη έκδοση (σ.σ.: τίτλων) στην αγορά θα επέτρεπε στην Ελλάδα να εξυπηρετεί το χρέος της χωρίς καμία πρόσθετη χρηματοδότηση.
Θέτει το ερώτημα αν οι Ευρωπαίοι θα στηρίξουν μία «καθαρή» έξοδο για την Ελλάδα καθώς και τι θα συμβεί με την ελάφρυνση του χρέους και το ΔΝΤ.
Εκτιμά ότι είναι εύλογο ότι το ΔΝΤ θα υποχωρήσει στη λήψη αποφάσεων το επόμενο έτος και προσθέτει ότι «δεν συμμετέχει ούτως ή άλλως στη χρηματοδότηση και αυτό θα κάνει ευκολότερη τη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων. Από την πλευρά των Ευρωπαίων, θα υπάρχει μικρότερη ανάγκη να βασισθούν στο ΔΝΤ για την επιβολή πειθαρχίας στους όρους του προγράμματος, δεδομένου ότι το πρόγραμμα λήγει. «Ένας μειωμένος ρόλος για το ΔΝΤ θα έρθει σε ένα πολιτικά βολικό χρονικό διάστημα, καθώς εντείνονται οι συζητήσεις σχετικά με τη μετατροπή του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο» προσθέτει.
Για την ελληνική πλευρά, η μείωση της επιρροής του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις «θα μειώσει τις απαιτήσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική σύσφιξη, ακόμη και να αυτό γίνει με κόστος την προσφορά μικρότερης εμπροσθοβαρούς ελάφρυνσης χρέους από τους Ευρωπαίους», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας: «Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα είναι σημαντικά χαμηλότερη το επόμενο έτος, κάτι που συμπίπτει βολικά με την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών».
Πώς θα μοιάζει η έξοδος της Ελλάδας
Στο ερώτημα πώς θα μοιάζει η έξοδος της Ελλάδας, η γερμανική τράπεζα σημειώνει: «Αν και η αγορά εστιάζει στη διάκριση μίας "καθαρής" έναντι μίας "υποβοηθούμενης" εξόδου, το πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν η έξοδος θα είναι "άτακτη" ή "συνεργατική". Μία συνεργατική έξοδος θα απαιτούσε αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης για τον τρόπο λειτουργίας μετά τον Αύγουστο του 2018».
Θεωρεί πιθανό η ελληνική πλευρά είναι πιθανό να ζητήσει μία έξοδο που δεν θα προβλέπει όρους πολιτικής μέσω ενός νέου μνημονίου (δηλαδή, χωρίς πιστωτική γραμμή από τον ESM). Η ευρωπαϊκή πλευρά είναι πιθανόν να ζητήσει τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αν και με μεγαλύτερη διέξοδο απ' ό,τι προβλέπεται σήμερα με βάση το επικυρωμένο από το ΔΝΤ πρόγραμμα.
«Αν δεν υπάρξει πιστωτική γραμμή του ESM, η πρόβλεψη μίας συγκρατημένης και σταδιακής ελάφρυνσης χρέους, που θα προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα διατηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία και θα εξαρτάται από τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, είναι πιθανόν να προσφέρει έναν βασικό μεσοπρόθεσμο μηχανισμό επιβολής. Η ενδεχόμενη συμμετοχή στις επανεπενδύσεις του QE της ΕΚΤ καθώς και η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος μπορεί να αποτελεί ένα άλλο έμμεσο κίνητρο και επίσης μηχανισμό επιβολής» σημειώνει.
Τρεις κρίσιμοι παράγοντες για βιώσιμη έξοδο
Η επιτυχής και βιώσιμη έξοδος της Ελλάδας από την κρίση, αναφέρει η Deutsche Bank, θα εξαρτηθεί από τρεις κρίσιμους παράγοντες:
- Πρώτον, την αποφυγή υποχωρήσεων στις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές προσαρμογές.
- Δεύτερον, στην ομαλοποίηση του τραπεζικού συστήματος, περιλαμβανομένης της σταδιακής μείωσης του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και της χαλάρωσης των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων.
- Τρίτον, την πολιτική σταθερότητα, η οποία σε συνδυασμό με μία σταθερή δημοσιονομική στάση θα οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, που δεν έχουν επανέλθει ακόμη στα προ της κρίσης επίπεδα.
Πηγή: ΑΜΠΕ