Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Πλήρη επιβεβαίωση των αποκαλύψεων της «Ν» περί παραγραφής χιλιάδων εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων των ετών 2006-2010 που περιλαμβάνονται στις λίστες των «65 CD» με το 1,3 εκατομμύριο Έλληνες μεγαλοκαταθέτες του εσωτερικού, στη «λίστα Λαγκάρντ» και στη λίστα «εμβασμάτων εξωτερικού», αποτελούν οι «διευκρινίσεις για την αντιμετώπιση των εκκρεμών υποθέσεων ελέγχων, μέσω επεξεργασίας τραπεζικών λογαριασμών», τις οποίες δίδει ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλής, μέσω μιας νέας εγκυκλίου προς τα Ελεγκτικά Κέντρα και τις ΔΟΥ.
Όπως προκύπτει από τα όσα αναφέρονται στην εγκύκλιο του κ. Πιτσιλή, τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών που έχουν στην Ελλάδα οι ελεγχόμενοι φορολογούμενοι, καθώς επίσης και τα στοιχεία των λογαριασμών τους στο εξωτερικό τα οποία έχουν τροφοδοτηθεί από λογαριασμούς τους στην Ελλάδα δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά στοιχεία» που δεν υπήρχαν στη διάθεση των ελεγκτικών αρχών πριν από τη λήξη της 5ετούς περιόδου παραγραφής των υποθέσεων.
Ως εκ τούτου, τα στοιχεία αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε παράταση της προθεσμίας παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και προστίμων από τα 5 στα 10 έτη, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994.
SOOC/NIKOS LIBERTAS
Διευκρινίσεις για την αντιμετώπιση των εκκρεμών υποθέσεων ελέγχων, μέσω επεξεργασίας τραπεζικών λογαριασμών, έδωσε με εγκύκλιό του ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής.
Συνεπώς, όλες οι υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών 2006-2010 που ελέγχονται σήμερα με βάση στοιχεία από κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα και προέρχονται από τις λίστες των «65 CD» με το 1,3 εκατομμύριο Έλληνες μεγαλοκαταθέτες του εσωτερικού, τη «λίστα Λαγκάρντ» και τη λίστα «εμβασμάτων εξωτερικού», θεωρούνται ήδη παραγεγραμμένες και οι έλεγχοι σύντομα θα σταματήσουν.
Επιπλέον, όσες από τις υποθέσεις αυτές έχουν ήδη ελεγχθεί, αλλά ο έλεγχος έγινε μετά την πάροδο της 5ετούς περιόδου παραγραφής τους, εφόσον εκκρεμούν ακόμη στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια θεωρούνται πλέον παραγεγραμμένες και θα περαιωθούν οριστικά με απαλλαγή των φορολογουμένων από τα επιβληθέντα ποσά φόρων και προστίμων.
Δηλαδή, για όλες αυτές τις υποθέσεις των ετών 2006-2010 ισχύει πλέον 5ετής κι όχι 10ετής περίοδος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα, οπότε θεωρείται ότι έχουν ήδη παραγραφεί κατά τα έτη 2012-2016, αντίστοιχα. Επιπλέον, όσες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος του έτους 2011 ελέγχονται με βάση στοιχεία από κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα και προέρχονται από τις λίστες των «65 CD» με το 1,3 εκατομμύριο Έλληνες μεγαλοκαταθέτες του εσωτερικού, τη «λίστα Λαγκάρντ» και τη λίστα «εμβασμάτων εξωτερικού» θα παραγραφούν στις 31-12-2017, αν μέχρι τότε οι ελεγκτικές υπηρεσίες δεν κοινοποιήσουν στους ελεγχόμενους τις οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.
Η εγκύκλιος που αλλάζει τα δεδομένα στους ελέγχους
Αναλυτικά, με την εγκύκλιο του διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (υπ’ αριθμόν 1194/2017) παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις:
1 Με την πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ (ΣτΕ 2934/2017 και ΣτΕ 2935/2017) κρίθηκε ότι, κατά την έννοια των διατάξεων της περ. α’ της παρ. 2 του άρθ. 68 του ν.2238/1994 (ΚΦΕ) επιτρέπεται η έκδοση πράξης καταλογισμού φόρου και πρόσθετου φόρου εντός δεκαετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης, εάν περιέλθουν σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης συμπληρωματικά στοιχεία, δηλαδή στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή κατά την προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθ. 84 του ιδίου νόμου πενταετία. Συνεπώς, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της ανωτέρω πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν, είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στο νόμο.
2 Επιπλέον, με τις παραπάνω αποφάσεις του ΣτΕ κρίθηκε ότι, μεταξύ των βασικών και τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου της ακρίβειας των δηλώσεων εισοδήματος είναι και η εξέταση του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή. Συνεπώς, στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της, κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς προθεσμίας παραγραφής.
3 Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, σε περίπτωση που περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής αρχής συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια των διατάξεων της περ. α’ της παρ. 2 του άρθ. 68 του ν.2238/1994 (ΚΦΕ), επιτρέπεται η έκδοση πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου αποκλειστικά για τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα στοιχεία αυτά και για το έτος στο οποίο αυτά αφορούν με την προϋπόθεση ότι, τα στοιχεία αυτά αποδεδειγμένα δεν είχε, ούτε μπορούσε δικαιολογημένα να έχει υπόψη της η ελεγκτική αρχή ώστε να τα εκτιμήσει κατά τον αρχικό φορολογικό έλεγχο (σχετ. ΣτΕ 4843/1988, ΣτΕ 2632/1996, ΣτΕ 1303/1999, ΣτΕ 572/2007, ΣτΕ 3955/2012, ΣτΕ 1623/2016).
4 Για την ομοιόμορφη αντιμετώπιση των εκκρεμών υποθέσεων ελέγχων, διευκρινίζεται ότι οι πληροφορίες που έχουν περιέλθει στη Φορολογική Διοίκηση από την αλλοδαπή (όπως π.χ. τα χρηματοοικονομικά προϊόντα, λοιπές κινητές αξίες, διαφορές χαρτοφυλακίου, τραπεζικές κινήσεις, διαφορές υπολοίπων λογαριασμών), συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία, εφόσον, αφενός, η Φορολογική Διοίκηση αποδεδειγμένα δεν είχε και δικαιολογημένα δεν μπορούσε να τις έχει υπόψη της κατά την αρχική πενταετή προθεσμία παραγραφής, και, αφετέρου, διαπιστώνεται από τον έλεγχο μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη με βάση τα στοιχεία αυτά. Συνεπώς, δε θεωρείται πληροφορία από την αλλοδαπή και ως εκ τούτου δε συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο, η πληροφορία, η οποία περιέρχεται σε γνώση της φορολογικής αρχής μέσω της επεξεργασίας του ημεδαπού τραπεζικού λογαριασμού ή από στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος κατά την επεξεργασία του ημεδαπού τραπεζικού λογαριασμού και αφορούν τις ως άνω πληροφορίες (χρηματοοικονομικά προϊόντα κ.λπ.). Τέτοια είναι η περίπτωση ύπαρξης τραπεζικού λογαριασμού αλλοδαπής που τροφοδοτήθηκε από λογαριασμούς της ημεδαπής (εξερχόμενο έμβασμα) ή τροφοδότησε λογαριασμούς της ημεδαπής (εισερχόμενο έμβασμα).
5 Οι εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες πληρούνται τα ανωτέρω ως προς την ύπαρξη συμπληρωματικών στοιχείων, ελέγχονται κατ’ εφαρμογή της περ. α’ της παρ. 1 της εγκ. ΠΟΛ.1154/2017, κατά προτεραιότητα, ως προς τις χρήσεις 2006 και μετά, και εκδίδονται οι σχετικές πράξεις προσδιορισμού. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις, έχουν εφαρμογή οι οδηγίες που έχουν δοθεί με τις παρ. 2, 3, και 4 της εγκ. ΠΟΛ.1154/2017.