Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Στο πλήγμα που δέχθηκαν οι δαπάνες υγείας στη διάρκεια της κρίσης, κάτι που είχε άμεση αρνητική επίπτωση στις παρεχόμενες υπηρεσίες, αναφέρεται έκθεση της Κομισιόν με ειδικό κεφάλαιο 20 σελίδων για την Ελλάδα. Μάλιστα, για να εκτιμηθούν οι ακριβείς συνέπειες θα χρειαστούν μερικά χρόνια, διευκρινίζει η έκθεση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλύπτει το προφίλ της υγείας στην Ε.Ε., αλλά και των κρατών-μελών, όπου αναφέρεται τόσο στα υφιστάμενα συστήματα όσο και στα ιατρικά ευρήματα.
Σύμφωνα με την έκθεση, η βαθιά οικονομική κρίση εξακολουθεί να επιδρά στο σύστημα υγείας, όπου οι συνολικές δαπάνες (δημόσιες και ιδιωτικές) κυμάνθηκαν στο 8,4% του ΑΕΠ το 2015.
Η κατά κεφαλή δαπάνη μειώθηκε από 2.287 ευρώ το 2009 σε 1.650 ευρώ το 2015 (προσαρμοσμένη ανάλογα με τις διαφορές στην αγοραστική δύναμη), μείωση ύψους 28%, η οποία κατατάσσει την Ελλάδα αρκετά χαμηλά σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ε.Ε. Οι δημόσιες δαπάνες αντιστοιχούν στο 5% του ΑΕΠ σε σχέση με το 7,2% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε. και αντιπροσωπεύουν μόλις το 59% των συνολικών δαπανών για την υγεία.
Η μη ικανοποιούμενη ανάγκη στον τομέα της υγείας αυξήθηκε και οι ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες πρόσβασης στην περίθαλψη, αναφέρει η έκθεση.
Ειδικότερα, η μη ικανοποιούμενη ανάγκη για ιατρική περίθαλψη λόγω κόστους, απόστασης ή χρόνου αναμονής τριπλασιάστηκε κατά την τελευταία δεκαετία και είναι πλέον η δεύτερη υψηλότερη στην Ε.Ε. (12,3% έναντι 3,3% του μέσου όρου της Ε.Ε.). Η διαφοροποίηση μεταξύ του υψηλότερου εισοδήματος (3,9%) και του χαμηλότερου (18,7%) είναι τεράστια, στοιχείο που υπογραμμίζει την άνιση πρόσβαση σε υπηρεσίες που βιώνουν οι διάφορες εισοδηματικές ομάδες.
Το ποσοστό του πληθυσμού που αναφέρει μη ικανοποιούμενες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης λόγω υψηλού κόστους υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2010 και 2015 (από 4,2% σε 10,9%), ενώ ιδιαίτερα μεγάλες είναι οι ανισότητες ανάλογα με την εισοδηματική ομάδα. Στα φτωχότερα στρώματα έφτασε στο 17,4%, το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος είναι μόλις 4,1%.
Από την άλλη, η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικών δαπανών για την υγεία στην Ε.Ε. Η συμμετοχή του ασφαλισμένου επιβάλλεται στις (ιδιωτικά παρεχόμενες) διαγνωστικές και εργαστηριακές εξετάσεις, στα φάρμακα που χορηγούνται εκτός νοσοκομείου και στις επισκέψεις σε ιδιωτικούς παρόχους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ. Ωστόσο, ισχύουν διάφορες εξαιρέσεις για ορισμένες παθήσεις και ευάλωτες ομάδες, όπως γι’ αυτές με χαμηλό εισόδημα ή για όσους πάσχουν από χρόνιες ασθένειες, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία της πρόσβασης.
Η έκθεση αναφέρει ότι το 2014 θεσπίστηκε με νόμο η καθολική πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δοθεί σε όλους τους Έλληνες πολίτες το δικαίωμα πρόσβασης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, συμπεριλαμβανομένων των διαγνωστικών εξετάσεων. Με μεταγενέστερη νομοθεσία θεσπίστηκε δωρεάν πρόσβαση στα δημόσια νοσοκομεία και δικαίωμα σε φαρμακευτική περίθαλψη για τους ανασφάλιστους, με τους ίδιους όρους και τις ίδιες συμμετοχές στις πληρωμές που ίσχυαν για τους ασφαλισμένους.
Σύμφωνα με την έκθεση, στην πραγματικότητα το υψηλότερο μερίδιο των δαπανών των νοικοκυριών για την υγεία συνιστούν οι άμεσες πληρωμές των ασθενών και όχι η συμμετοχή των ασφαλισμένων στο κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Υπάρχουν πολλές αιτίες γι’ αυτό, στις οποίες περιλαμβάνονται:
- οι λίστες αναμονής για ορισμένες υπηρεσίες,
- η μεγάλη διαφορά μεταξύ των ποσοστών επίσημης αποζημίωσης και των πραγματικών αμοιβών που καταβάλλονται σε συμβεβλημένους παρόχους (επιπλέον χρέωση),
- το μηνιαίο όριο στον αριθμό των επισκέψεων σε γιατρούς, το οποίο μπορεί να αναγκάσει τους ασθενείς να αναζητήσουν πρωτοβάθμια περίθαλψη σε ιδιωτικές δομές,
- οι κατακερματισμένες δημόσιες υπηρεσίες,
- η διαχρονική υπερπροσφορά ιδιωτών γιατρών (που τροφοδοτείται από την έλλειψη συστήματος παραπομπών),
- οι επισκέψεις των ασθενών στα «απογευματινά ιατρεία» σε (δημόσια) νοσοκομεία για τα οποία καταβάλλουν άμεση αμοιβή,
- η εκτεταμένη χρήση άτυπων πληρωμών, προφανώς η έκθεση εννοεί τα «φακελάκια».
Το 2015 οι άμεσες ιατρικές δαπάνες στην Ελλάδα ως ποσοστό της τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών έφτασαν στο 4,4%, το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των κρατών-μελών, μετά τη Βουλγαρία και τη Μάλτα, και σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο (2,3%) στην Ε.Ε.
Νοσοκομειακές λοιμώξεις
Σε ό,τι αφορά την καθαρώς επιστημονική σκοπιά της έκθεσης, οι συντάκτες χτυπούν «καμπανάκι» για τα ανησυχητικά υψηλά ποσοστά νοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ελλάδα. Σύμφωνα με μελέτες, τα ποσοστά λοιμώξεων που σχετίζονται με τη χρήση συσκευών στις μονάδες εντατικής θεραπείας είναι υψηλά, ενώ μεγάλη είναι και η διαφοροποίηση μεταξύ νοσοκομείων όσον αφορά τον συνολικό αριθμό των περιστατικών λοίμωξης (κυμαίνονται από 230 έως 450 ανά μήνα). Η Ελλάδα καταγράφει επίσης πολύ υψηλά ποσοστά μικροβιακής αντοχής, γεγονός που οδήγησε σε κυβερνητική δράση το 2013.
Η χώρα κατέχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης αντιβιοτικών και μικροβιακής αντοχής στην Ε.Ε. Βάσει δεδομένων επιτήρησης προκύπτει ότι το 2015 οι νοσοκομειακές βακτηριαιμίες από Klebsiella pneumoniae ήταν σε ποσοστό 61,9% ανθεκτικές στις καρβαπενέμες, μια σημαντική κατηγορία αντιβιοτικών τελευταίας γραμμής για την αντιμετώπιση των βακτηριακών λοιμώξεων. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη.
Το 2013 νέα νομοθεσία δρομολόγησε μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, η οποία περιλαμβάνει τη θέσπιση ετήσιων σχεδίων δράσης, ενισχυμένη υποχρεωτική επιτήρηση και κατάρτιση των επαγγελματιών υγείας στην εφαρμογή μέτρων για τον έλεγχο των λοιμώξεων και την ορθή χρήση των αντιβιοτικών. Η εφαρμογή της βρίσκεται σε εξέλιξη και βασίζεται στη διαθεσιμότητα επαρκών πόρων και στην αυξανόμενη ευαισθητοποίηση μεταξύ των επαγγελματιών υγείας, αναφέρει η έκθεση.
Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα ανέρχεται στα 81,5 έτη και είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., ωστόσο μετά την ηλικία των 65 ετών τα δύο τρίτα αυτών των ετών συνοδεύονται από αναπηρία. Η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής ανάμεσα στα δύο φύλα παραμένει και ανέρχεται σε πέντε έτη, καθώς επίσης και η κοινωνική ανισότητα, με διαφορά τεσσάρων ετών ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο.
Η ισχαιμική καρδιοπάθεια, τα εγκεφαλικά επεισόδια και ο καρκίνος του πνεύμονα εξακολουθούν να έχουν σημαντική επίπτωση στη θνησιμότητα, αλλά οι θάνατοι λόγω τροχαίων ατυχημάτων έχουν μειωθεί δραστικά.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2014 το 27% των ενηλίκων κάπνιζε καθημερινά, ποσοστό σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το 40% το 2008, που όμως παραμένει το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. Αντιθέτως, η κατανάλωση αλκοόλ ανά ενήλικα μειώθηκε και είναι αισθητά κάτω του μέσου όρου στην Ε.Ε., όπως και η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ. Ενώ το ποσοστό παχυσαρκίας μεταξύ των ενηλίκων (17%) είναι μόλις ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε., σχεδόν το ένα τέταρτο των ατόμων ηλικίας 15 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.
Με ελλείψεις οι αγροτικές περιοχές
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, οι υγειονομικές εγκαταστάσεις, το προσωπικό και ο ιατρικός εξοπλισμός είναι άνισα κατανεμημένα στη χώρα, με μεγαλύτερη συγκέντρωση στις αστικές περιοχές και ελλιπή εξυπηρέτηση των αγροτικών περιοχών, γεγονός που συμβάλλει σε υψηλό επίπεδο μη ικανοποιούμενων αναγκών για ιατρική περίθαλψη.
Για παράδειγμα, ο αριθμός των νοσοκομειακών κλινών οξείας νοσηλείας το 2015 (360 ανά 100.000 κατοίκους) δεν είναι μόνο κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (418), αλλά καταδεικνύει επίσης τριπλάσια διαφορά ανάμεσα στον αριθμό των κλινών της μητροπολιτικής περιφέρειας Αττικής και των αγροτικών περιοχών της Κεντρικής Ελλάδας.
Το πάγωμα των προσλήψεων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα που επιβλήθηκε το 2010 ανέκοψε τη σταθερή αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται στην υγειονομική περίθαλψη, τάση η οποία χαρακτήριζε την περίοδο πριν από την κρίση. Οδήγησε σε μείωση κατά 15% του προσωπικού που απασχολείται σε νοσοκομεία - παρά το γεγονός αυτό, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει μακράν την υψηλότερη αναλογία γιατρών σε σχέση με τον πληθυσμό (6,3 ανά 1.000).
Η συντριπτική πλειονότητα των γιατρών είναι ειδικοί γιατροί και μόνο μια μικρή μειονότητα (6%) είναι γενικοί ή οικογενειακοί γιατροί. Σε αντίθεση με τον αριθμό των γιατρών, η αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού προς τον πληθυσμό είναι μακράν η χαμηλότερη στην Ε.Ε. (3,2 έναντι 8,4 ανά 1.000).