Από την έντυπη έκδοση
Της Νένας Μαλλιάρα
[email protected]
Στην υψηλότερη κλίμακα των εκτιμήσεων των τραπεζών αναμένεται να διαμορφωθεί η επίπτωση από την εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9, γεγονός που αποτυπώνεται στην αποτίμηση των μετοχών των ελληνικών τραπεζών από τους επενδυτές.
Την ίδια στιγμή, η αρνητική επίπτωση που θα έχουν οι τράπεζες από το γεγονός ότι θα κληθούν να σχηματίσουν πρόσθετες προβλέψεις εις βάρος της κερδοφορίας τους αντισταθμίζεται από την ευχέρεια που θα τους δοθεί να προχωρήσουν σε πιο δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με διαγραφές και πωλήσεις δανείων.
Όπως εκτιμά η Morgan Stanley σε σχετική έκθεσή της, οι επιπλέον προβλέψεις που θα κληθούν να σχηματίσουν οι ελληνικές τράπεζες θα ανέλθουν σε 7,6 δισ. ευρώ. Ο διεθνής οίκος εκτιμά ότι η Τράπεζα Πειραιώς θα έχει τη μεγαλύτερη επιβάρυνση, καθώς θα πρέπει να αυξήσει τις προβλέψεις της για επισφάλειες κατά 2,8 δισ. ευρώ. Ακολουθούν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της MS, η Alpha Bank με πρόσθετες προβλέψεις 2,5 δισ. ευρώ, η Eurobank με 1,3 δισ. και η Εθνική Τράπεζα με 1 δισ. ευρώ.
Αναφορικά με την επίπτωση στους δείκτες βασικών ιδίων κεφαλαίων, ο διεθνής οίκος εκτιμά ότι θα υπάρξει επιδείνωση κατά 3,2% για την Αlpha Bank (στο 18,2%), κατά 2,15% για τη Eurobank (στο 14,6%), κατά 1,65% για την Εθνική (στο 17,4%) και κατά 3,5% για την Τράπεζα Πειραιώς (στο 17,1%).
Η MS εκτιμά ότι στην περίπτωση της Αlpha Bank οι ανάγκες θα καλυφθούν μέσω ιδίων κεφαλαίων σε ορίζοντα πενταετίας. Για τη Eurobank, ο οίκος αναμένει 10% υψηλότερες προβλέψεις, για την Εθνική αναμένει ότι θα υπάρξει καλύτερη εικόνα το δ’ τρίμηνο, ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς εκτιμά ότι θα υπάρξει άμεση επίπτωση στο μετοχικό κεφάλαιο.
Η Morgan Stanley εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται να δεχτούν το μεγαλύτερο πλήγμα από το IFRS 9 μεταξύ των τραπεζών Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Όπως σημειώνει ο οίκος, οι αγορές αποτιμούν ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα, αφήνοντας ανοιχτό το σενάριο re-rating.
Ύστερα από την επισήμανση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, ένα μέρος της ανησυχίας των επενδυτών έχει εκλείψει. Ωστόσο, η αλλαγή της στάσης τους έναντι των ελληνικών τραπεζών δικαιολογείται από τις ανησυχίες για την επίπτωση του IFRS9. Η Morgan Stanley πιστεύει ότι αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών εξακολουθούν να διαπραγματεύονται στο χαμηλότερο σημείο της πρόσφατης κλίμακας αποτίμησής τους.
Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να διαπραγματεύονται κατά μέσο όρο με discount 34% σε όρους P/TBV και αυτό, όπως λέει η MS, υποδηλώνει ότι η αγορά αποτιμά μεγαλύτερο πλήγμα στα κεφάλαια των τραπεζών από το IFRS 9 από αυτό που προβλέπει το δικό της μοντέλο.
Στην πραγματικότητα, εάν το πλήγμα στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών είναι αντίστοιχο των προβλέψεων του οίκου, θα μπορούσε να υπάρξει re-rating των μετοχών από 15% ως 64% (στην Alpha και την Πειραιώς αντίστοιχα), όταν η αγορά «αφομοιώσει» το πλήγμα στη λογιστική αξία. Επιπλέον, καθώς πιθανότατα η επίπτωση του IFRS9 θα υπολογιστεί στην πενταετία, αυτό μειώνει περαιτέρω την επιβάρυνση στα κεφάλαια.
Όλες οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να είναι οι πιο επηρεασμένες μετοχές που καλύπτει η Morgan Stanley -από -22% σε όρους TBV της Πειραιώς σε -8% στην Εθνική Τράπεζα (-360 μ.β. και -165 μ. β. στον CET1 αντίστοιχα)- η οποία επισημαίνει ότι η αγορά είναι υπερβολικά bearish σε αυτές τις μετοχές.
Σημειώνεται ότι το IFRS 9 που θα ισχύσει από 1/1/2018 θα αντικαταστήσει το λογιστικό πρότυπο IFRS 39, υποχρεώνοντας τράπεζες και επιχειρήσεις να σχηματίζουν προβλέψεις απομείωσης πιστωτικού κινδύνου, όχι με βάση τις ζημίες που έχουν πραγματοποιηθεί, αλλά αυτές που αναμένονται δυνητικά. Το νέο μοντέλο απομείωσης θα εφαρμοστεί για χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού, τα οποία δεν επιμετρώνται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων (δάνεια, απαιτήσεις από μισθώσεις, ομόλογα, συμβόλαια χρηματοοικονομικής εγγύησης και δανειακές δεσμεύσεις).
Σύμφωνα με πληροφορίες, το τελικό ύψος των προβλέψεων που θα κληθούν να λάβουν επιπλέον οι ελληνικές τράπεζες εξάγεται από την παρακολούθηση «κόκκινων» δανείων, ύψους 20 δισ. ευρώ, για τα οποία θεωρείται ως πολύ πιθανό ότι θα καταστούν τελικώς σε επισφάλεια με ζημία.
Πρόκειται για δάνεια, τα οποία είτε έχουν «ξανακοκκινίσει» κατόπιν ρύθμισης είτε ακόμη δεν έχουν κριθεί από τις τράπεζες ως «θεραπευμένα». Δηλαδή είναι δάνεια που δεν έχουν συμπληρώσει ακόμη το ένα έτος επιτήρησης ώστε να περάσουν στην επόμενη, επίσης ετήσια φάση παρακολούθησης, προτού να θεωρηθούν και πάλι ομαλά εξυπηρετούμενα.
Σημειώνεται ότι το ακριβές ύψος των πρόσθετων προβλέψεων για τις ελληνικές τράπεζες θα ανακοινωθεί εντός των ημερών στον SSM και θα πρέπει να υπολογιστεί από τις τράπεζες στους φετινούς ισολογισμούς, αν και η απόσβεση θα γίνει σε ορίζοντα πενταετίας.