του Ελευθέριου Σιούλη
Ένα από τα "όπλα", που έχουν στη σημερινή εποχή στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις, είναι η σύγχρονη λογιστική. Παύει να αποτελεί αποκλειστικά συστηματική καταγραφή οικονομικών γεγονότων με σκοπό την πληροφόρηση και αναδεικνύεται σε μέσο για την προώθηση στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτό ακόμη και η μόχλευση έχει εξελιχθεί σε πολύτιμο εργαλείο επιλογής των μετόχων για να αντλήσουν περισσότερα κέρδη και να ανταποκριθούν στους στόχους τους.
Πριν όμως εξηγήσουμε πώς ακριβώς αναδεικνύεται η μόχλευση σε επιτηδευμένη στρατηγική υψηλής κερδοφορίας, καλό θα ήταν να δώσουμε έναν ορισμό της. Η μόχλευση είναι λοιπόν το ποσοστό των ξένων κεφαλαίων στα συνολικά κεφάλαια (στα οποία περιλαμβάνονται και τα ίδια, δηλαδή εκείνα που ανήκουν στους ιδιοκτήτες/μετόχους). Διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες: τη λειτουργική και τη χρηματοοικονομική και θα επιχειρήσουμε να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα για το πώς αξιοποιείται η κάθε μία.
Λειτουργική Μόχλευση
Έστω τρεις επιχειρήσεις παράγουν ακριβώς το ίδιο προϊόν με διαφορετική λειτουργική κεφαλαιακή δομή.
Όπως γίνεται διακριτό η 1η επιχείρηση βασίζεται κυρίως στα μεταβλητά της κόστη, δηλαδή στα κόστη εκείνα που αυξάνονται ανάλογα με τις παραγωγικές μονάδες, έχοντας λίγα Σταθερά Κόστη. Η 3η επιχείρηση ακριβώς το αντίθετο ενώ η 2η είναι σε μία ενδιάμεση κατάσταση. Η τιμή πωλήσεως είναι σταθερή και στις 3 διαφορετικές συνθέσεις, ανερχόμενη στα 2 ευρώ ανά παραγωγική μονάδα.
Ως προς την λειτουργική μόχλευση, η πλέον μοχλευμένη θεωρείται η επιχείρηση με τα υψηλότερα σταθερά έξοδα. Είναι δήλο το αποτέλεσμα ότι η 3η επιχείρηση με την υψηλότερη Λειτουργική Μόχλευση, στις δεδομένες 20.000 μονάδες εμφανίζει την μεγαλύτερη ζημιά εν συγκρίσει με τις υπόλοιπες, αλλά και την υψηλότερη κερδοφορία στις 200.000 μονάδες. Το Νεκρό Σημείο ή Σημείο Ισορροπίας (Break-even point) είναι το σημείο που η επιχείρηση έχει ούτε κέρδος ούτε ζημιά, άρα έχει τα Έσοδα ίσα με τα Έξοδα της. Υπολογίζοντας την σχέση παρατηρούμε ότι τα ΝΣ είναι τα αντίστοιχα:
Επιχείρηση 1η: 40.000 μονάδες. Επιχείρηση 2η: 50.000 μονάδες. Επιχείρηση 3η: 60.000 μονάδες.
Άρα αυτομάτως η 3η επιχείρηση έχει ανάγκη για μεγαλύτερη παραγωγή εν συγκρίσει με τις υπόλοιπες, απλώς για να φτάσει στο Νεκρό της Σημείο και επομένως υπόκειται και σε μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω της μόχλευσης που έχει. Με άλλα λόγια, εάν δεν επιτύχει την μεγαλύτερη αυτή παραγωγή, θα διογκωθούν περαιτέρω οι ζημιές της, μιας και το κόστος της δεν μεγαλώνει αναλογικά με τις παραχθείσες μονάδες.
Χρηματοοικονομική Μόχλευση
Θα πάρουμε πάλι τρία ακραία σενάρια στο παράδειγμα μας, δηλαδή 3 πιθανές αποδόσεις μιας επένδυσης. Της πρώτης η σύνθεση θα αποτελείται από μηδενικά Ξένα Κεφάλαια (μηδενικής μόχλευσης και κινδύνου), της δεύτερη η εξάρτηση να είναι κατά το ήμισυ (όπως συνήθως είναι οι περισσότερες εμπορικές επιχειρήσεις) και τέλος με εξάρτηση μόνον σχεδόν στα ΞΚ όπως είναι δυστυχώς συνήθως οι συστημικές τράπεζες (υψηλής μόχλευσης και κινδύνου).
Και στις 3 περιπτώσεις, το Δάνειο έχει κόστος, δηλαδή επιτόκιο, 30% και η τιμή της μετοχής ανέρχεται 10€/μετοχές. Τα Συνολικά Κεφάλαια είναι 10.000€ και οι αποδόσεις επί του Συνολικού Κεφαλαίου είναι: -20%, +30% και +60%.
Στην περίπτωση που το Κόστος Δανείου (τόκοι 30%) ισούται με την Απόδοση (Σενάριο 2ο), το κέρδος ανά μετοχή είναι ίδιο (1,8€) σε οποιαδήποτε δομή και εάν έχουμε επιλέξει. Στις άλλες περιπτώσεις παρατηρούμε ότι όσο έχουμε αρνητική απόδοση μας συμφέρει να έχουμε περισσότερα ή ακόμη και μόνον Ίδια Κεφάλαια ενώ στις περιπτώσεις πολύ υψηλής θετικής απόδοσης παρατηρούμε πως όσο περισσότερα Ξένα Κεφάλαια έχουμε, τόσο περισσότερα είναι τα Κέρδη ανά Μετοχή! Αυτό συμβαίνει διότι σε δεδομένα Συνολικά Κεφάλαια, όσο λιγότερες είναι οι μετοχές, τόσο λιγότερα επιμερίζονται τα αναλογούντα κέρδη ή και ζημιές. Αυτό ακριβώς εστί Χρηματοοικονομική Μόχλευση και τόσο απλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τα θετικά και τα αρνητικά της ως στρατηγική δημιουργίας μεγαλύτερων κερδών ή ελαχίστων ζημιών, πάντα ανάλογα με τους στόχους των μετόχων και φυσικά με την αποστροφή τους προς τον κίνδυνο. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι οι τράπεζες ανήκουν στην 3ης Δομής, αποτελεί ένα σπουδαίου πρόβλημα γιατί είναι η δομή με τα ακραία αποτελέσματα (υπερβολικά κέρδη ή υπερβολικές ζημιές).
Επί του παρόντος, επιδεικνύεται η σχέση της μόχλευσης με την ηθική. Όλες οι συστημικές τράπεζες έχουν ποσοστό τουλάχιστον 80% και άνω. Παρατηρώντας την επιρροή που ασκεί η μόχλευση στρατηγικά στα αποτελέσματα χρήσεως και στον καταμερισμό αυτών, μιας και οι τράπεζες είναι οι πυλώνες του συγχρόνου οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, θα έπρεπε μάλλον για λόγους ασφαλείας να έχουν μία ουδέτερη έως και αμυντική δομή στην Χρηματοοικονομική τους Μόχλευση, ώστε σε περιπτώσεις ζημιών, να επιβαρύνουν όσο το δυνατό λιγότερο μετόχους και πολίτες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ξένων κεφαλαίων ανήκει στους καταθέτες (πολίτες) και επειδή όπως προαναφερθήκαμε οι τράπεζες είναι συστημικές, χωρίς αυτές δεν μπορεί να υπάρχει οικονομικό σύστημα.
Είναι απολύτως αποδεκτό η κάθε ριψοκίνδυνη επιχείρηση ή ριψοκίνδυνος επενδυτής να πράττει με όποια στρατηγική θέλει εφόσον του δίνεται η ευκαιρία της επιλογής της δομής με μεγαλύτερη μόχλευση. Από τη στιγμή, που κινείται στα νόμιμα πλαίσια, αναλαμβάνοντας και τον αναλογούντα κίνδυνο, η επιλογή είναι εύλογη. Θα έπρεπε να συμβαίνει όμως το ίδιο με τις τράπεζες;
*απόφοιτου Σχολής Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΑΕΙ Πειραιά Τ.Τ.-
Επιβλέπων καθηγητής: Νικόλαος Συκιανάκης