Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Σε δυνατό benchmark αναδεικνύεται το «ελληνικό γιαούρτι» στην παγκόσμια κατηγορία των γαλακτοκομικών, με τις εγχώριες βιομηχανίες να επιδιώκουν, μέσω στοχευμένων στρατηγικών εξωστρέφειας, να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο στη διεθνή αγορά.
Ωστόσο, ο ανταγωνισμός για τις ελληνικές επιχειρήσεις από γαλακτοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνται τόσο επί ευρωπαϊκού εδάφους, (π.χ., Τσεχία, Δανία) όσο και επί αμερικανικού, βαίνει εντονότερος, με γνώμονα και τις ιδιαίτερα θετικές προβλέψεις των αναλυτών που κάνουν λόγο για ανάπτυξη της κατηγορίας του ελληνικού γιαουρτιού έως το 2021 με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 9%.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση της βρετανικής εταιρείας ερευνών αγοράς Technavio, η αγορά ελληνικού γιαουρτιού αναμένεται να αναπτυχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο την περίοδο 2017-2021 με μέσο ετήσιο ρυθμό 9%. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε εκτίμηση για τον συνολικό τζίρο της κατηγορίας σε παγκόσμια κλίμακα στα 2,82 δισ. δολ. (2,4 εκατ. ευρώ με βάση χθεσινή ισοτιμία) το 2017, ενώ το 2021 υπολογίζεται ότι η αξία των πωλήσεων θα ανέλθει σε 3,86 δισ. δολ. (3,3 εκατ. ευρώ).
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο τζίρος του ελληνικού γιαουρτιού σε τρεις εκ των βασικότερων αγορών -Βρετανία, Ιταλία και Γερμανία- ξεπερνά συνολικά τα 500 εκατ. ευρώ, ενώ -σύμφωνα με την Technavio- η Γαλλία εμφανίζει τη μεγαλύτερη επίδοση με την αξία των πωλήσεων της κατηγορίας να αγγίζει τα 577 εκατ. ευρώ (662,12 εκατ. δολ).
Ωστόσο, με βάση εκτιμήσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ) οι επιδόσεις και κατ’ επέκταση οι προοπτικές του ελληνικού γιαουρτιού είναι υπερπολλαπλάσιες.
Υπολογίζεται ότι μόνο επί ευρωπαϊκού εδάφους ο ετήσιος τζίρος του παρανόμως επισημαινόμενου «ελληνικού γιαουρτιού» σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγγίζει τα 20 δισ. ευρώ.
Ως προς κεφαλαιοποίηση της αξίας της φήμης της κατηγορίας του ελληνικού γιαουρτιού από τις ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες, οι επιδόσεις είναι μάλλον μικρότερες των προσδοκιών.
Σύμφωνα πάντα με εκτιμήσεις των παραγόντων της αγοράς, οι συνολικές εξαγωγές ελληνικού γιαουρτιού υπολογίζονται στα 160-180 εκατ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, οι προοπτικές της κατηγορίας διαφαίνονται ιδιαίτερα σημαντικές και ως εκ τούτου οι ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες το τελευταίο διάστημα έχουν προχωρήσει, άλλες σε μεγαλύτερο και άλλες σε μικρότερο βαθμό, σε αναπροσαρμογή των αναπτυξιακών σχεδιασμών τους, αιχμή των οποίων αποτελούν τα διεθνή ράφια, εντός και εκτός Ε.Ε.
Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε αυτή της ΦΑΓΕ και τελευταία και της Κρι Κρι, το γιαούρτι έχει μετατραπεί σε όχημα αλματώδους ανάπτυξης και μάλιστα εν μέσω κρίσης.
Αρχής γενομένης με τη ΦΑΓΕ, που αναμφίβολα άνοιξε τον δρόμο κάνοντας γνωστό το ελληνικό γιαούρτι στις ξένες αγορές, πλέον το 85% των εσόδων της αφορά τη δραστηριότητα των διεθνών αγορών. Μάλιστα, η εταιρεία που διαθέτει εργοστάσια σε Ελλάδα και ΗΠΑ προχωρά και στη δημιουργία νέας μονάδας παραγωγής (σ.σ.: η υλοποίηση της επένδυση βρίσκεται σε εξέλιξη) στο Λουξεμβούργο.
Το γιαούρτι και κυρίως οι πωλήσεις του εκτός ελληνικών συνόρων αποτελεί το ισχυρό χαρτί και για την ανάπτυξη της Κρι Κρι. Πρόσφατα η εταιρεία ανέφερε ότι η συμμετοχή των εξαγωγών αναμένεται να ξεπεράσει το 30% των ετήσιων πωλήσεων του 2017, με τη συνολική παρουσία της Κρι Κρι να είναι σε 24 αγορές. Επιδίωξη είναι σύντομα οι εξαγωγές να αποτελούν το 50% των εσόδων, με έμφαση στην ευρωπαϊκή και πρωτίστως στη βρετανική αγορά. Σε περίπτωση, μάλιστα, που η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση δυσχεράνει τις εξαγωγές γιαουρτιού από την Ελλάδα, η Κρι Κρι εμφανίζεται διατεθειμένη να προχωρήσει στην παραγωγή των προϊόντων της σε μονάδα στη Βρετανία.
Το γιαούρτι αποτελεί το νέο μεγάλο στοίχημα και για τη γαλακτοβιομηχανία Δωδώνη, η οποία μολονότι έχει ήδη μια καταξιωμένη διεθνή καριέρα μέσω της φέτας, από το 2015 προχώρησε σε επενδύσεις που αφορούν την παραγωγή γιαουρτιού με στόχο να την αυξήσει κατά 100%, ενώ το 2016 ήταν η πρώτη χρονιά που το γιαούρτι της Δωδώνης βγήκε εκτός ελληνικών συνόρων.
Στην Ιταλία έχει στρέψει το βλέμμα η Δέλτα Τρόφιμα, η οποία διατηρεί τη συνεργασία με την ιταλική Granarolo για τη διανομή γιαουρτιού της πρώτης στην ιταλική αγορά. Η αξία πωλήσεων της Δέλτα στην Ιταλία αυξήθηκε κατά 20%, κυρίως λόγω του γιαουρτιού, το οποίο έχει αποσπάσει μερίδιο 13,7% στην τοπική αγορά που έχει παρουσία. Σημειώνεται ότι τα προϊόντα γιαουρτιού αποτελούν συνολικά το δυνατό σημείο της εξωστρέφειας της Δέλτα, καθώς αντιπροσωπεύουν το 70% των εξαγωγών της εν γένει και όχι μόνο στην Ιταλία.
Σε τρεις νέες κατηγορίες γιαουρτιού σχεδιάζει να επεκταθεί και η ΜΕΒΓΑΛ προκειμένου να ενισχύσει την παρουσία της κυρίως στην ευρωπαϊκή αγορά. Η εταιρεία στοχεύει να κατακτήσει τις κατηγορίες γιαουρτιών που προορίζονται για το πρωινό, τα γιαούρτια χωρίς λακτόζη, καθώς και για τα επιδόρπια γιαουρτιού, ενώ κλείνει το μάτι και στην αγορά των vegan με σχεδιασμούς για λανσάρισμα κωδικών που θα προέρχονται από φυτικές και όχι ζωικές πρώτες ύλες.
Το θέμα της Τσεχίας
Το έντονα ανταγωνιστικό κλίμα επιβαρύνουν και εξελίξεις όπως το θέμα της τσεχικής νομοθετικής ρύθμισης που επιτρέπει την κυκλοφορία τσεχικού γιαουρτιού με τις ενδείξεις «ελληνικό γιαούρτι» και «γιαούρτι ελληνικού τύπου». Το γεγονός ανέδειξε εκ νέου μιλώντας προχθές στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της Ε.Ε. ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Βαγγέλης Αποστόλου. Όπως επισήμανε ο Έλληνας υπουργός, η Τσεχία με τις επίμαχες ρυθμίσεις, επιτρέπει τη χρήση γεωγραφικού προσδιορισμού ο οποίος ταυτίζεται με την προέλευση του προϊόντος όπως έχει ήδη επισημάνει σχετικά και ο επίτροπος, γεγονός που συνιστά παραπλάνηση των καταναλωτών.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα υπέβαλε προς τις υπηρεσίες της Επιτροπής, καταγγελία κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας, για την επίμαχη αυτή εθνική της νομοθετική ρύθμιση, με στόχο να μη νομιμοποιηθεί η παραπλάνηση του καταναλωτή και η εκμετάλλευση της καλής φήμης ενός ελληνικού προϊόντος, όπως είναι το γιαούρτι. Ο κ. Αποστόλου επιφυλάχτηκε για κάθε περαιτέρω κίνηση από την ελληνική πολιτεία για τη διασφάλιση του συγκεκριμένου προϊόντος.
Όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς στη «Ν», η προσπάθεια θωράκισης του ελληνικού γιαουρτιού είναι επιβεβλημένη, όμως ενδεχόμενη κατοχύρωση ως Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης μιας διευρυμένης έννοιας/κατηγορίας όπως αυτή που περιλαμβάνεται στη λέξη «γιαούρτι» δύναται να δημιουργήσει το εξής πρόβλημα: εάν η «συνταγή» του στραγγιστού κατοχυρωθεί ως ΠΓΕ, «καταργείται» η ελληνικότητα του αγελαδινού γιαουρτιού ή του πρόβειου κ.λπ.
Παράλληλα, σκεπτικισμός επικρατεί και για το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα κατοχύρωσης του ελληνικού γιαουρτιού ως ΠΓΕ καθώς δεν πρέπει να παραγνωριστεί και το ότι, με βάση την προβλεπόμενη διαδικασία, ενδεχόμενο αίτημα από ελληνικής πλευράς για κατοχύρωση του ελληνικού γιαουρτιού θα «περάσει» από σχετική διαβούλευση κατά την οποία τα κράτη-μέλη έχουν τη δυνατότητα να εγείρουν ενστάσεις.