To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα ότι η πλήρης απαγόρευση στην εγκατάσταση και λειτουργία όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνιδιών, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών παιγνιδιών ψυχαγωγίας και όλων των παιγνιδιών για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, εκτός των καζίνων, δεν είναι συμβατή προς την κοινοτική νομοθεσία.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παρέβη τα άρθρα 28, 43 και 49 των Κοινοτικών Συνθηκών καθώς και την κοινοτική οδηγία 98/34.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η εθνική νομοθεσία της Ελλάδας δεν είναι συμβατή προς την κοινοτική νομοθεσία καθώς μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη, ή και να παρεμποδίσει πλήρως, την άσκηση του δικαιώματος των επιχειρηματιών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη να εγκαθίστανται στην Ελλάδα με σκοπό την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια απαγόρευση, με την απειλή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων, συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκατάστασης, επισημαίνοντας παράλληλα πως τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι ελληνικές αρχές για να δικαιολογήσουν τα εμπόδια στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.
Στην απόφασή του το Δικαστήριο αναφέρει κατ’αρχήν ότι έχει ήδη κρίνει πως οι θεωρήσεις ηθικού, θρησκευτικού ή πολιτιστικού χαρακτήρα που υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη σχετικά με τις λαχειοφόρες αγορές και τα λοιπά παίγνια επί χρήμασι, μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό τους από τις εθνικές νομοθεσίες, ή ακόμη και την απαγόρευση της άσκησης των παιγνίων επί χρήμασι και την αποφυγή έτσι του ενδεχομένου να αποτελέσουν πηγή ατομικού οφέλους.
Ωστόσο, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, στην περίπτωση της Ελλάδας πρόκειται για παίγνια τα οποία δεν είναι εκ φύσεως τυχερά, καθόσον ο σκοπός τους δεν είναι η προσδοκία του χρηματικού κέρδους και ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η Ελλάδα θα έπρεπε να αναζητήσει άλλους τρόπους για να τα περιορίσει.
Σύμφωνα ακόμη με το Δικαστήριο, η Eλλάδα δεν έθεσε σε εφαρμογή όλα τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τους σκοπούς που επεδίωκε και θα έπρεπε να κάνει χρήση μέτρων που να είναι λιγότερο περιοριστικά για το ενδοκοινοτικό εμπόριο.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι ελλείψει εναρμονισμένων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο στον τομέα των παιγνίων, τα κράτη μέλη εξακολουθούν κατ’ αρχήν να είναι αρμόδια για τον ορισμό των προϋποθέσεων άσκησης των δραστηριοτήτων στον εν λόγω τομέα. Σημειώνει ακόμη ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη.
Στην προσφυγή της κατά της Ελλάδας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε υποστηρίξει ότι η σχετική ελληνική νομοθεσία επέβάλε ποσοτικούς περιορισμούς παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος νόμος 3037/2002 δεν απαγόρευε την εισαγωγή των προϊόντων αυτών και τη διάθεσή τους στην αγορά. Οι εισαγωγές τέτοιων μηχανών για την εγκατάστασή τους σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους στην Ελλάδα, εκτός των καζίνων, έλαβαν τέλος από τη στιγμή της απαγόρευσης, παρά το γεγονός ότι οι μηχανές αυτές νόμιμα κατασκευάζονται και διατίθενται στους καταναλωτές εντός άλλων κρατών μελών.
Η Ελλάδα υποστήριξε ότι τα παιχνίδια αυτά μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε τυχερά τονίζοντας ότι η κατάσταση έχει καταστεί ανεξέλεγκτη, με αποτέλεσμα την εμφάνιση σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων (ο εθισμός των παικτών, η κατασπατάληση σημαντικών οικονομικών πόρων, ο εύκολος και παράνομος πλουτισμός όσων ασχολούνται με την εκμετάλλευση, την εγκατάσταση και τη διακίνηση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, η εκ μέρους των παικτών απώλεια σημαντικών χρηματικών ποσών και η απώλεια σημαντικών φορολογικών εσόδων).
Πηγή ΑΠΕ