Από την έντυπη έκδοση
Της Νένας Μαλλιάρα
[email protected]
Ο βραχνάς των «κόκκινων» δανείων και οι νέες κατευθύνσεις της ΕΚΤ για την κάλυψη από προβλέψεις που τέθηκαν την εβδομάδα αυτή σε διαβούλευση, δεν είναι ο μόνος πονοκέφαλος για τις ελληνικές τράπεζες. Οι τελευταίες βρίσκονται εν όψει νέων μεγάλων προκλήσεων από τις αλλαγές που επίκεινται στον χώρο των πληρωμών και των επενδυτικών υπηρεσιών.
Οι επικείμενες αλλαγές θέτουν σε εγρήγορση τις ελληνικές τράπεζες. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών εξετάζει τη συγκρότηση νέων επιτροπών για την παρακολούθηση των μεγάλων αλλαγών που θα επέλθουν στον χώρο των πληρωμών και στο καθεστώς παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ενώ δεν αποκλείεται και η δημιουργία επιτροπής για το digital banking. Σημειώνεται ότι για τη μετάβασή τους στην ψηφιακή εποχή, οι ελληνικές τράπεζες σχεδιάζουν να επενδύσουν τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ.
Οι πανευρωπαϊκές αλλαγές στον χώρο των πληρωμών με την εφαρμογή της οδηγίας PSD II δεν είναι καθόλου μακριά, αφού το πρώτο βήμα έρχεται τον επόμενο μήνα με την πλήρη ανάπτυξη και εφαρμογή των στιγμιαίων ή σε πραγματικό χρόνο πληρωμών (Instant Payments) στο πλαίσιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς Πληρωμών (SEPA).
Οι πληρωμές σε πραγματικό χρόνο, που θα επιτρέψουν μεταφορές μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών σε δευτερόλεπτα, αναμένεται ότι σταδιακά μέσα στην επόμενη δεκαετία θα αποτελούν περισσότερο από το 30% της συνολικής δαπάνης του ηλεκτρονικού εμπορίου. Μέχρι τα τέλη του 2027, η αξία των ετήσιων συναλλαγών Instant Payments αναμένεται να φτάσει τα 725 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας την αξία των συναλλαγών με κάρτες πληρωμών (πιστωτικές, χρεωστικές, προπληρωμένες).
Η αλλαγή τοπίου στον χώρο των πληρωμών θα διευρυνθεί από τον Ιανουάριο του 2018 με την εφαρμογή της οδηγίας PSD II, με την οποία θα επέλθουν αλλαγές στην πρόσβαση των λογαριασμών.
Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα θα υποχρεωθούν να επιτρέψουν σε τρίτους παρόχους την πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πελατών τους. Οι τρίτοι πάροχοι θα υπόκεινται σε ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας.
Εν όψει τις PSD II και στο πλαίσιο της καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος και της απάτης στα μέσα και συστήματα πληρωμών, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) έθεσε στις 2 Αυγούστου σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών που διαμόρφωσε σε συνεργασία με την ΕΚΤ αναφορικά με τις απαιτήσεις υποβολής αναφορών προς τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με απατηλές συναλλαγές πληρωμών.
Η περίοδος διαβούλευσης θα ολοκληρωθεί στις 3 Νοεμβρίου 2017 και στη συνέχεια η EBA θα οριστικοποιήσει το περιεχόμενο των κατευθυντήριων γραμμών, οι οποίες θα τεθούν σε εφαρμογή στις 13 Ιανουαρίου 2018.
Οι άλλες μεγάλες αλλαγές που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες έρχονται με το νέο καθεστώς παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που πρόκειται να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή από την 3η Ιανουαρίου 2018 με την έναρξη εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 (MiFIR) και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ (MiFID II), αλλά και των κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμών που συμπληρώνουν τα δύο νομοθετήματα.
Το νέο πλαίσιο περιλαμβάνει σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τη MiFID I, κυρίως σε ό,τι αφορά το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που εμπίπτουν στις υποχρεώσεις προ-συναλλακτικής και μετα-συναλλακτικής διαφάνειας, στη διάρθρωση της αγοράς, στην ενίσχυση της διαφάνειας των συναλλαγών και στην προστασία των επενδυτών.
Οι βασικές αρχές της MiFID II που έχει ως κύριο στόχο την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών, συμφωνήθηκαν μετά την κρίση του 2007-2009. Μεταξύ άλλων προβλέπει τη μετακίνηση των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών σε παράγωγα σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες, τη μείωση των θέσεων που μπορούν να πάρουν οι τράπεζες στις αγορές εμπορευμάτων και την ενίσχυση της διαφάνειας στις αγοραπωλησίες ομολόγων.
H MiFID II, με τους κανόνες της οποίας θα πρέπει να συμμορφωθούν όλες οι τράπεζες, οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίου και οι χρηματοοικονομικοί διαμεσολαβητές στην Ε.Ε., προβλέπει επίσης ρυθμίσεις που θέτουν τα θεμέλια για την ενοποίηση των κεφαλαιαγορών της Ε.Ε. (Capital Markets Union-CMU), με στόχο να διευκολύνει τον δανεισμό των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από τις αγορές χρήματος και τη μείωση της εξάρτησής τους από τον τραπεζικό δανεισμό.