Το ελαιόλαδο, το πυρηνέλαιο και οι επιτραπέζιες ελιές αποτελούν παραδοσιακά αγροτικά προϊόντα της χώρας μας. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ελαιολάδου, ενώ αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα επιτραπέζιων ελιών στην ΕΕ. Σημαντικό μέρος των εν λόγω προϊόντων κατευθύνεται στο εξωτερικό, κυρίως σε χύμα μορφή. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από μελέτη της ICAP με τίτλο «Ελαιόλαδο – Πυρηνέλαιο – Επιτραπέζιες Ελιές» που κυκλοφόρησε πρόσφατα:
Α΄ Ελαιόλαδο – Πυρηνέλαιο
Ο παραγωγικός τομέας του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου αποτελείται από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, των οποίων το μέγεθος και η δραστηριότητα ποικίλουν, καθώς η διαδικασία παραγωγής, από την παραλαβή της πρώτης ύλης μέχρι τη διάθεση του τελικού προϊόντος, περιλαμβάνει διάφορα στάδια. Στον κλάδο επίσης δραστηριοποιούνται και αρκετοί αγροτικοί συνεταιρισμοί ή ενώσεις συνεταιρισμών, που έχουν ως κύρια δραστηριότητά τους τη συλλογή της παραγωγής των μελών τους και στη συνέχεια την εμπορία, επεξεργασία ή / και τυποποίηση αυτών.
Χαρακτηριστικό της παραγωγής του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου είναι η κυκλικότητα που παρουσιάζει. Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου υπερκαλύπτει την εγχώρια ζήτηση, ενώ μεγάλες ποσότητες διατίθενται προς εξαγωγή. Η εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου εκτιμάται ότι σημείωσε αύξηση 8,7% την ελαιοκομική περίοδο 2004/05 σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη. Η εγχώρια κατανάλωση ελαιολάδου αυξήθηκε κατά 3% την ίδια περίοδο, ενώ η εγχώρια αγορά ραφιναρισμένου πυρηνελαίου εμφάνισε υψηλότερο ρυθμό μεταβολής (15,8%).
Οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται ετησίως σε ελαιόλαδο και πυρηνέλαιο είναι περιορισμένες, καθώς η εγχώρια παραγωγή στα εν λόγω προϊόντα υπερεπαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση. Συνήθως οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται σε ελαιόλαδο, αφορούν προϊόντα με ειδικά χαρακτηριστικά, με σκοπό την πρόσμιξη. Οι εξαγωγές ελαιολάδου και πυρηνελαίου παρουσιάζουν διακυμάνσεις ετησίως, εφόσον το μέγεθός τους εξαρτάται κατ’ αρχήν από το ύψος της εγχώριας παραγωγής (κυκλικότητα της παραγωγής), καθώς και από τη ζήτηση των χωρών του εξωτερικού. Την πενταετία 2001-2005 οι εξαγωγές ελαιολάδου εμφάνισαν μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής -13% περίπου, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός μεταβολής των εξαγωγών πυρηνελαίου κυμάνθηκε στο 7% περίπου.
Ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας αγοράς καλύπτεται διαχρονικά από το μη τυποποιημένο / συσκευασμένο ελαιόλαδο, το μερίδιο συμμετοχής του οποίου διαμορφώθηκε το 2004/05 σε 38%. Το τυποποιημένο ελαιόλαδο εκτιμάται ότι κάλυψε την ίδια περίοδο το 27% της αγοράς, ενώ ποσοστό περίπου 35% αφορά αυτοκατανάλωση.
Την ανάπτυξη του κλάδου επηρεάζει σημαντικά και ο τρόπος διάθεσης του ελαιολάδου. Σύμφωνα με τον ισχύοντα Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος και καθορίζει της προδιαγραφές εμπορίας ελαιολάδου σε επίπεδο λιανικού εμπορίου, επιβάλλεται η πώληση ελαιολάδου στον τελικό καταναλωτή να γίνεται σε συσκευασίες μέγιστης χωρητικότητας μέχρι πέντε λίτρων (για αποθάρρυνση της «χύμα» διακίνησης). Ωστόσο η συμμετοχή του χύμα ελαιολάδου στο σύνολο της εγχώριας αγοράς (και των εξαγωγών) παραμένει υψηλή. Αναφορικά με τις εξαγωγές τονίζεται ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών αφορά φορτία χύμα διακινούμενου προϊόντος, το οποίο συνήθως αναμιγνύεται και τυποποιείται στο εξωτερικό, οπότε τελικά διατίθεται στη διεθνή αγορά με ξένα εμπορικά σήματα.
Η αγορά του ελαιολάδου στην Ελλάδα θεωρείται πλέον ώριμη και κατά συνέπεια σημαντική διέξοδο για την ανάπτυξη του κλάδου αποτελούν οι εξαγωγές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η εγχώρια κατανάλωση δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί σημαντικά το επόμενο διάστημα (2005/06-2006/07). Αναφορικά με το πυρηνέλαιο, σημειώνεται ότι η ζήτηση του στην εγχώρια αγορά είναι ούτως ή άλλως περιορισμένη (χρησιμοποιείται μόνο σαν υποκατάστατο του ελαιολάδου). Όπως εκτιμούν παράγοντες του κλάδου η εν λόγω αγορά θα παρουσιάσει μικρή άνοδο της τάξης του 1%-2% (βάσει ποσότητας) την περίοδο 2005/06, ενώ σταθερότητα προβλέπεται για το 2006/07.
Β΄ Επιτραπέζιες Ελιές
Και σε αυτόν τον τομέα δραστηριοποιείται ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων. Οι περισσότερες από αυτές αναπτύσσουν έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, καθώς διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων τους σε αγορές του εξωτερικού, σε χύμα ή τυποποιημένη μορφή.
Το μέγεθος της εγχώριας παραγωγής επιτραπέζιων ελιών παρουσιάζει διακυμάνσεις ετησίως, καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Επίσης, χαρακτηριστικό της παραγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων είναι η κυκλικότητα, η περίοδος της οποίας κυμαίνεται μεταξύ δύο και τριών ετών.
Η εγχώρια παραγωγή επιτραπέζιων ελιών παρουσίασε αύξηση 9,8% την ελαιοκομική περίοδο 2004/05 σε σχέση με την περίοδο 2003/04. Η εγχώρια κατανάλωση επιτραπέζιων ελιών αυξήθηκε το ίδιο διάστημα κατά 4,3%. Η μεγαλύτερη κατανάλωση παρατηρείται στις μαύρες ελιές, οι οποίες εκτιμάται ότι καλύπτουν ετησίως το 70% περίπου της κατανάλωσης. Ακολουθούν οι πράσινες ελιές με ποσοστό 20%, ενώ οι ελιές διαφόρων τύπων καλύπτουν ετησίως το 10% της κατανάλωσης.
Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, η εγχώρια αγορά επιτραπέζιων ελιών εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει μικρή άνοδο την περίοδο 2005/06, ενώ η αγορά δεν αναμένεται να παρουσιάσει αξιόλογη μεταβολή κατά την ελαιοκομική περίοδο 2006/07.