Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Κακούρη
[email protected]
Σε βάθος δεκαετιών θα εκτείνεται η εποπτεία της ελληνικής οικονομίας από τους δανειστές, σύμφωνα με το εποπτικό πλαίσιο που προβλέπει ο σε ισχύ Κανονισμός της 472/2013 Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος εκδόθηκε από το 2013.
Ο χρόνος αυξημένης εποπτείας θα παραταθεί περαιτέρω, με την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, καθώς οι λήξεις θα μετατεθούν κάποιες δεκαετίες πιο πίσω.
Η έξοδος από το μνημόνιο τον προσεχή Αύγουστο, που αποτελεί κεντρικό στόχο της κυβέρνησης, δεν θα σημάνει την πλήρη απεξάρτηση από τον έλεγχο των δανειστών, αλλά είναι αυτονόητο ότι θα διατηρηθεί μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανείων που έχει λάβει από τους Μηχανισμούς Στήριξης είτε από τις χώρες της Ευρωζώνης, αρχικά, από τον EFSF και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Προφανώς, εφόσον η Ελλάδα βγει από το μνημόνιο, δεν θα υπάρχουν προαπαιτούμενα και αξιολογήσεις με τη μορφή που γνωρίζουμε τα τελευταία επτάμισι χρόνια, αλλά μια διαφορετική εποπτεία.
Με βάση, άλλωστε, τους ισχύοντες κανονισμούς της Ε.Ε., κανένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης δεν έχει πλήρη δημοσιονομική ελευθερία, αλλά υπόκεινται σε εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τηρούνται οι δημοσιονομικοί κανόνες.
Πρόκειται για τη διαδικασία περί υπερβολικού ελλείμματος, η οποία θέτει ως όρια: το δημοσιονομικό έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ για δύο διαδοχικά έτη και το δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Οι χώρες που υπερβαίνουν τα όρια υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα μείωσής τους, πλην όμως, όταν πρόκειται για ισχυρές χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, οι κανόνες ελαστικοποιούνται.
Αυτό σημαίνει πως στην περίπτωση της Ελλάδας η οικονομία θα τεθεί σε μια εποπτεία περισσότερο ενισχυμένη σε σύγκριση με εκείνη στην οποία, ούτως ή άλλως, υπόκεινται τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. μέσω της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, είτε έχουν δανειστεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας είτε όχι.
Ωστόσο, με την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, από το 2019 και μετά, όπως είναι προγραμματισμένο, οι λήξεις των δανείων από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα επιμηκυνθούν.
Σήμερα, μετά την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, τον περασμένο Ιανουάριο, ήδη υπάρχει μετατόπιση των λήξεων των δανείων από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ειδικότερα, όπως έχει αποκαλύψει η «Ν», υπάρχει ελάφρυνση των χρεολυσίων των ετών από το 2032 έως και το 2045, με τη μεταφορά των λήξεων από το έτος 2047 έως και το 2059.
Ανάλογη θα είναι και η μετατόπιση των λήξεων με την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων, όπως και των μακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Αυτό σημαίνει αφενός ελάφρυνση των χρεολυσίων, επαναφορά του χρέους σε τροχιά βιωσιμότητας σε όρους ΔΝΤ και διευκόλυνση της εξόδου στις αγορές, αφετέρου σημαίνει και αντίστοιχη παράταση της ενισχυμένης εποπτείας, αφού με την επιμήκυνση των δανείων αυξάνεται και ο χρόνος αποπληρωμής των συγκεκριμένων δανείων.
Το σύνολο των δανείων που έχει λάβει έως τώρα η Ελλάδα φτάνει στο ποσό των 234,7 δισ. ευρώ και για να βγει εντελώς από την εποπτεία θα πρέπει να αποπληρώσει δάνεια ύψους 176 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα τα δάνεια που έχει λάβει η Ελλάδα είναι:
* Από τις χώρες της Ευρωζώνης 52,9 δισ. ευρώ.
* Από τον EFSF 130,9 δισ. ευρώ.
* Από τον ESM 39,4 δισ. ευρώ.
* Από το ΔΝΤ (τα ανεξόφλητα) είναι 11,5 δισ. ευρώ.
Οι λήξεις τους (με εξαίρεση των δανείων του ΔΝΤ που λήγουν έως το 2024) εκτείνονται από το 2032 έως και το 2059.
Ο Κανονισμός 472/2013
Το είδος της εποπτείας για τα κράτη-μέλη που δανείζονται από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς προσδιορίστηκε από το 2013, όταν η Ελλάδα είχε ήδη δανειστεί 186 δισ. ευρώ (53 δισ. ευρώ από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και 133 δισ. ευρώ από τον τότε EFSF).
Επίσης, το 2013 είχαν δανειστεί η Πορτογαλία περί τα 25 δισ. ευρώ, η Ισπανία 41 δισ. ευρώ για τις τράπεζες, η Κύπρος 4,6 δισ. ευρώ και η Ιρλανδία 17,7 δισ. ευρώ.
Το πλαίσιο οριοθετήθηκε με τον Κανονισμό 472/2013 και από τα πρώτα άρθρα διευκρινίζεται πως η ένταξη στο πρόγραμμα μπορεί να είναι και αναγκαστικού χαρακτήρα για ένα κράτος-μέλος, εάν κριθεί ότι λόγω της οικονομικής του κατάστασης απειλείται η οικονομική υγεία των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Ειδικότερα, το δεύτερο άρθρο του Κανονισμού προβλέπει ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία ένα κράτος-μέλος το οποίο αντιμετωπίζει ή απειλείται από σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα, που ενδέχεται να έχουν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ».
Αφού στη συνέχεια περιγράφει τους ελέγχους και την εποπτεία των κρατών-μελών που βρίσκονται εντός μνημονίων, με το άρθρο 14 προσδιορίζεται η «μετά μνημόνιο» εποχή.
Όπως αναφέρει, τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ.
Το Συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους-μέλους.
Η Επιτροπή πραγματοποιεί, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος-μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα, προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική του κατάσταση.
Το Συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει σε κράτος-μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα να λάβει διορθωτικά μέτρα.
Τι αναφέρει το άρθρο 14 του Κανονισμού 472/2013
Στο άρθρο 14 του Κανονισμού 472/2013 περί άσκησης εποπτείας σε κράτος-μέλος μετά το πρόγραμμα, αναφέρονται τα εξής:
1. Τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους-μέλους. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή.
2. Έπειτα από αίτημα της Επιτροπής, το κράτος-μέλος που παραμένει υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 3, του παρόντος κανονισμού και παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 473/2013.
3. Η Επιτροπή πραγματοποιεί, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος-μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα, προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική του κατάσταση. Κοινοποιεί ανά εξάμηνο την εκτίμησή της στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην ΟΔΕ, καθώς και στο κοινοβούλιο του οικείου κράτους-μέλους, και εκτιμά ειδικότερα αν χρειάζονται διορθωτικά μέτρα.
Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσφέρει στο οικείο κράτος-μέλος και στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων όσον αφορά την πρόοδο που επιτυγχάνεται στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα.
4. Το Συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει σε κράτος-μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα να λάβει διορθωτικά μέτρα. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή.
5. Το κοινοβούλιο του οικείου κράτους-μέλους μπορεί να καλέσει εκπροσώπους της Επιτροπής να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα.