Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Λίγο χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2012 υποχωρούν φέτος οι τιμές τροφίμων στα σούπερ μάρκετ, με τη εν λόγω μείωση ωστόσο να παραμένει σημαντικά δυσανάλογη σε σχέση με τις υψηλές απώλειες που κατέγραψαν κατά την ίδια πενταετία τα έσοδα των νοικοκυριών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με χθεσινή ανακοίνωση του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), οι τιμές τον Ιούλιο 2017 διαμορφώνονται 1,5% περίπου χαμηλότερα σε σχέση με τον Ιούνιο 2012, με βάση την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ όπου απεικονίζεται η μηνιαία εξέλιξη του δείκτη τιμών καταναλωτή για την κατηγορία «Είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά» από τον Ιούνιο 2012 έως τον Ιούλιο 2017.
Όπως επισημαίνει το ΙΕΛΚΑ, βασική παράμετρος στη διαμόρφωση του ποσοστού αυτού αφορά το γεγονός ότι από τον Ιούλιο του 2015 μια διευρυμένη ομάδα τροφίμων αύξησε τον συντελεστή ΦΠΑ από 13% σε 23% και εκ νέου τον Ιούνιο του 2016 σε 24%, αύξηση που αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε μία επιβάρυνση της τάξης του 3%-3,5% περίπου, ενώ από τον Ιανουάριο του 2017 σημαντικές κατηγορίες προϊόντων έχουν επιβαρυνθεί με ειδικούς φόρους κατανάλωσης (π.χ. καφές). «Θεωρητικά, αν δεν είχαν προκύψει οι αυξήσεις στη φορολογία θα μπορούσαν οι τιμές να είναι ακόμα και 4% χαμηλότερα» επισημαίνει το ΙΕΛΚΑ. Επίσης, να σημειωθεί ότι στα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνεται η επίδραση των προσφορών και εκπτώσεων που πραγματοποιούνται είτε από τις αλυσίδες είτε από τη βιομηχανία, που σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ αντιστοιχεί σε μείωση 7% από τις αρχικές τιμές που μετρούνται στο «ράφι».
Σε κάθε περίπτωση, η γενική εικόνα που καταγράφουν οι τιμές τροφίμων στα σούπερ μάρκετ εμφανίζεται, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, κατάτι μικρότερη από τα επίπεδα του 2012. Ωστόσο, οι μισθοί και οι συντάξεις δεν φαίνεται να καταγράφουν ανάλογη πορεία. Τουναντίον, με βάση τα μηνιαία στοιχεία απασχόλησης του ΙΚΑ η μείωση στον μέσο μισθό στο σύνολο ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε στο 22,5% το 2016 έναντι του 2012, όταν υποχώρησε από τα 1.273,59 ευρώ στα 986,21 ευρώ. Ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα δέχθηκε στο ίδιο διάστημα ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης -που συγκεντρώνεται πλέον μεγάλη μερίδα εργαζόμενων- καθώς συρρικνώθηκε κατά 33,6% στα 400,84 ευρώ. Την ίδια ώρα, οι περικοπές στις συντάξεις από το 2012 έως σήμερα, με βάση τις εκτιμήσεις πηγών προσκείμενων στο υπουργείο Εργασίας, υπολογίζεται ότι αγγίζουν ποσοστά της τάξεως του 70% στις επικουρικές και 40% στις κύριες. Ακόμα και εάν προσμετρηθεί μονάχα η περικοπή 13ου και 14ου μισθού και συντάξεων στο Δημόσιο, τότε η απώλεια εισοδήματος για μεγάλη μερίδα πολιτών αγγίζει το 20%. Εξίσου σημαντική παράμετρος που συνθέτει την εικόνα του προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά την ανεργία. Μολονότι το επίσημο ποσοστό της ανεργίας της χώρας καταγράφει βελτίωση στο 21,7% τον φετινό Μάιο έναντι 26,9% το 2012, η Ελλάδα παραμένει «πρωταθλήτρια» καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό σε σχέση και με το μέσο επίπεδο (9,1%) στην Ευρωζώνη και μέσο επίπεδο (7,7%) στην Ε.Ε.
Οι παράγοντες που διατηρούν τις τιμές Η διατήρηση των τιμών των τροφίμων σε αυτά τα επίπεδα και η περιορισμένη υποχώρησή τους στο ράφι αποτελούν απόρροια πολλών παραγόντων. Ξεκινώντας από τον νόμο της αγοράς, η δαπάνη τροφίμων είναι ανελαστική και ως εκ τούτου η ζήτηση παραμένει υψηλή παρά την ύφεση. Όπως επισημαίνουν αναλυτές της αγοράς «η μερίδα των καταναλωτών που περιορίζει τις δαπάνες στην κάλυψη βασικών αναγκών είναι μεγάλη, με την κάλυψη της λίστας του σούπερ μάρκετ να αποτελεί προτεραιότητα για τα νοικοκυριά».
Ταυτόχρονα η βιομηχανία τροφίμων καλείται να αντιμετωπίσει την αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ σε μια ευρεία γκάμα κωδικών προχωρώντας σε εν μέρει απορρόφηση του κόστους, σε μια περίοδο όπου η επιχειρηματική δραστηριότητα υπόκειται σε αυξημένο συντελεστή φορολόγησης, η οποία για τη βιομηχανία τροφίμων συνοδεύεται και από την ύπαρξη τουλάχιστον 20 παρακρατούμενων υπέρ τρίτων φόρων, τελών και άλλων εισφορών.
Το κλίμα για τη βιομηχανία επιβαρύνεται και από τα κόστη παραγωγής τα οποία βαίνουν αυξανόμενα, κυρίως σε επίπεδο πρώτων υλών και ενέργειας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό επίδρασης των τιμών εισαγωγής γεωργικών προϊόντων στις τιμές της μεταποίησης είναι εξαιρετικά υψηλό (33,7%) και στις τελικές τιμές καταναλωτή είναι 21,1%.
Παράλληλα οι επιχειρήσεις της λιανικής τροφίμων, αλυσίδες και προμηθευτές, καλούνται να καλύψουν μια σειρά από λειτουργικά έξοδα που περιλαμβάνουν: τη μισθοδοσία, την ενέργεια, τις κτηριακές εγκαταστάσεις, την αποθήκευση και διακίνηση των προϊόντων, τις διαδικασίες υγιεινής και ποιότητας, τις διαφημιστικές και προωθητικές ενέργειες, τη φύρα, τον εξοπλισμό, τα γραφειοκρατικά εμπόδια, τα «γρηγορόσημα» κοκ. «Δυστυχώς δεν έχει μειωθεί το κόστος κανενός σχεδόν από τους παράγοντες αυτούς - αντίθετα, αρκετοί αυξήθηκαν σημαντικά στην περίοδο της ύφεσης» σημειώνουν παράγοντες του κλάδου, προσθέτοντας «ελέω του έντονου ανταγωνισμού τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα περιορισμένα, με τον “πόλεμο” τιμών να λειτουργεί υπέρ του καταναλωτή».
Σταθεροποίηση των τιμών
Όσον αφορά τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη των τιμών το δεύτερο εξάμηνο του έτους, σύμφωνα με την τρίτη κυλιόμενη εξαμηνιαία Έρευνα Τάσεων στο Λιανεμπόριο FMCG του ΙΕΛΚΑ, από την πλευρά των στελεχών των επιχειρήσεων (αλυσίδες σούπερ μάρκετ και προμηθευτές), προβλέπεται περαιτέρω σταθεροποίηση των τιμών. Συγκεκριμένα το 57% των στελεχών δηλώνει ότι αναμένει το επόμενο εξάμηνο οι τιμές να μείνουν σταθερές, το 22% αναμένει μείωση και μόλις το 21% αύξηση.
Γενικά στο δεύτερο τρίμηνο του έτους ο δείκτης αισιοδοξίας στην Ελλάδα διατηρείται στα ίδια χαμηλά επίπεδα με το πρώτο τρίμηνο και μάλιστα μειωμένος κατά μία μονάδα (σ.σ.: στις 52 μονάδες έναντι 53). Αναλυτικότερα, το 85% των ερωτώμενων πιστεύει ότι η χώρα θα συνεχίσει να βρίσκεται σε οικονομική ύφεση και την επόμενη χρονιά, το οποίο ποσοστό σημειώνεται πως είναι το υψηλότερο ανάμεσα στις 63 χώρες που συμμετέχουν στην έρευνα.
Περικοπές εξόδων
Από πλευράς καταναλωτών 8 στους 10 προσπαθούν σε σταθερή βάση να περικόψουν τα έξοδα του νοικοκυριού τους, σύμφωνα με την παγκόσμια έρευνα της Nielsen. Ειδικότερα, οι κύριες ενέργειες των Ελλήνων για περικοπή των εξόδων συνεχίζουν να εντοπίζονται στη μείωση των δαπανών μέσω της αγοράς φθηνότερων ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων (68%), των περικοπών στα έξοδα για διασκέδαση εκτός σπιτιού (66%) και στα έξοδα για ρουχισμό (63%).