Μήνυμα ότι υπάρχει ακόμα δρόμος για να μπορέσει η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της χωρίς βοήθεια και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, στέλνει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας.
Όπως εξηγεί σε άρθρο του στα Νέα με τίτλο «Το μέλλον της Ευρωζώνης και η Ελλάδα», αυτό θα γίνει εάν η χώρα αποκτήσει πιστοληπτική διαβάθμιση τέτοια που να μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με επιτόκια συμβατά με τη βιωσιμότητά του, και οι τράπεζες να έχουν επαρκείς εξασφαλίσεις, ώστε να μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν πλήρως από τον κανονικό μηχανισμό αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (και όχι μόνο από τον έκτακτο - ELA).
«Τα τελευταία επτά χρόνια, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις που έγιναν και εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα, έχει επιτευχθεί πρωτοφανής, για τα χρονικά της ΕΕ αλλά και του ΟΟΣΑ, διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών» σημειώνει.
Όπως παρατηρεί ο κ. Στουρνάρας «[…]έχει διαμορφωθεί ισχυρή πολιτική συναίνεση υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα όχι μόνο είναι υπέρ του ευρώ, αλλά και έχουν ψηφίσει στη Βουλή μέτρα, πολλές φορές με βαρύ κοινωνικό κόστος, για να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Αυτά τα μέτρα αύξησαν την αξιοπιστία της Ελλάδας απέναντι στην Ευρωζώνη, η οποία στην ουσία επιτεύχθηκε με τις σημαντικές θυσίες του ελληνικού λαού μετά το 2010. Οι θυσίες αυτές υποδηλώνουν ανάληψη ευθύνης έναντι των κινδύνων που ανέλαβε η Ευρωζώνη και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα μέσω του ΔΝΤ, με τα δάνεια που χορήγησαν στην Ελλάδα».
Τα τρία βήματα
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα για να σταθεί η χώρα στα πόδια της «πρώτο, αλλά καταλυτικό, βήμα είναι η έγκαιρη περάτωση της τρίτης αξιολόγησης. Αυτό θα βελτιώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη και τη δυνατότητα βιώσιμης πρόσβασης στις αγορές. Το γεγονός μάλιστα ότι υπάρχουν ακόμα αρκετά να γίνουν στους τομείς των ιδιωτικοποιήσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών, σημαίνει ότι η δυνατότητα αύξησης του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας σε μόνιμη βάση είναι σημαντική».
Δεύτερο, υπάρχει το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους, όπου, κατά τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup, οι εταίροι αναμένεται να αναλάβουν πρωτοβουλία, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο. «Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους, όπως, για παράδειγμα, η μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8½ χρόνια τουλάχιστον» σημειώνει.
Τέλος, «τρίτο, υπάρχει το ζήτημα της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής στον μακροχρόνιο ορίζοντα, που θα εξασφαλίζει απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές, και αποφυγή επανάληψης των σφαλμάτων του παρελθόντος που οδήγησαν την Ελλάδα στο επίκεντρο της κρίσης της ευρωζώνης το 2010. Είναι σαφές ότι εδώ απαιτείται η δέσμευση όλων των πολιτικών κομμάτων που τάσσονται υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη».