Την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα σήμερα, μετά από επτά χρόνια κρίσης, επιχειρεί να αποτυπώσει σε εκτενές ρεπορτάζ – οδοιπορικό, το γερμανικό ραδιόφωνο Deutschlandfunk (DLF). Στην γραπτή εκδοχή του ρεπορτάζ, το οποίο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του σταθμού, επισημαίνεται ότι «οι χρηματοοικονομική και η κρίση χρέους διαρκούν ήδη πάνω από επτά χρόνια. Η οικονομική κατάσταση εξακολουθεί να είναι κακή».
Ο Γερμανός ρεπόρτερ καταγράφει καθημερινές σκηνές από τους δρόμους της Αθήνας και συναντά μεταξύ άλλων νεαρούς ανθρώπους που προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στη δύσκολη πραγματικότητα. Μεταξύ άλλων μιλά με τον Δημήτρη, έναν καλλιτέχνη του δρόμου, ο οποίος αναγκάστηκε να επιστρέψει και πάλι στο πατρικό του σπίτι. Ή με τη Βάλια, μια νεαρή αρχιτέκτονα και μητέρα, που παρά τις εξαιρετικές τις σπουδές δεν μπορεί να βρει δουλειά στον κανονικό της επαγγελματικό τομέα.
Στρατηγικές εξόδου από την κρίση
Το DLF σημειώνει ότι οι Έλληνες ταλαντεύονται «μεταξύ υπομονής και παραίτησης». Όπως αναφέρει, ορισμένοι αντέχουν ακόμη, «ωστόσο πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα (…) έχουν χάσει την υπομονή τους. Παραίτηση, απελπισία αλλά και οργή γίνονται αισθητές κάθε φορά που τα συνδικάτα καλούν σε κάποια μεγάλη διαδήλωση».
Παρά την εμφανώς κακή κατάσταση των Ελλήνων πολιτών σήμερα, ο Παναγιώτης Πετράκης, καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκτιμά στο DLF ότι υπάρχουν «δημοσιονομικά περιθώρια στην Ελλάδα» και ότι «οι μακροοικονομικές προϋποθέσεις είναι πολύ καλές».
Το ρεπορτάζ διερωτάται «ποιες είναι προϋποθέσεις για μια πραγματική αλλαγή στην Ελλάδα, πώς μπορεί η χώρα να βγει ταχύτερα και με βιώσιμο τρόπο από την τροχιά της κρίσης». Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος χρειάζονται, όπως επισημαίνεται, άνθρωποι σαν τον Κωνσταντίνο Χατζηεμμανουήλ, δήμαρχο της Θάσου, την οποία επισκέφθηκε επίσης το γερμανικό ραδιόφωνο DLF. Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι ο δήμαρχος διοικεί το νησί που ζει κυρίως από τον τουρισμό, αλλά και τα αγροτικά προϊόντα που παράγει, ενώ παράλληλα προωθεί πιο οικολογικά και λιγότερο δαπανηρά μοντέλα φωτισμού.
«Αγαπώ τους Γερμανούς, αλλά…»
Το οδοιπορικό του DLF κλείνει με μια επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Γερμανός δημοσιογράφος συναντά τον δήμαρχο της πόλης, Γιάννη Μπουτάρη. Αυτός του επισημαίνει ότι το 2011, όταν ανέλαβε τον δημαρχιακό θώκο της πόλης, ο Δήμος του απασχολούσε 5.500 εργαζόμενους, σήμερα είναι 3.500. Ο Γιάννης Μπουτάρης τονίζει ότι παρά τις περικοπές έκανε τη δουλειά του και επισημαίνει ότι «πρέπει να δουλεύουμε αποτελεσματικότερα».
Πάντως, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης έχει και ένα μήνυμα για τη Γερμανία. Όπως σημειώνεται στο ρεπορτάζ, ο ίδιος έχει πολλή εμπειρία από επαφές με συμβούλους και εταίρους από γερμανικούς δήμους και περιφέρειες. Ο Γιάννης Μπουτάρης θεωρεί ότι οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις θα μπορούσαν να είναι καλύτερες και σχολιάζει: «Αγαπώ τους Γερμανούς, αλλά μισώ το ότι νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα καλύτερα. Ο τρόπος που δουλεύουν μου αρέσει. Είναι η ηγέτιδα δύναμη στην Ευρώπη, αλλά πρέπει να γνωρίζουν ότι οι άλλες χώρες της Ε.Ε. δεν θα γίνουν ποτέ γερμανικές. Και οι Γερμανοί δεν θα είναι ποτέ σαν εμάς τους νοτιο-ευρωπαίους. (…) Συμβουλή μου είναι να μην κάνουμε πάντα μόνο αυτό που θέλουν οι Γερμανοί. Πρέπει να αποφασίζουμε από κοινού».
NOZ: «Η Ελλάδα θεσπίζει τουριστικό φόρο»
Στην επιβολή του φόρου διαμονής στα ξενοδοχεία και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της Ελλάδας από την 1η Ιανουαρίου 2018 αναφέρεται δημοσίευμα στη διαδικτυακή έκδοση της Neue Osnabrücker Zeitung. Η γερμανική εφημερίδα επισημαίνει την επιπρόσθετη επιβάρυνση που συνιστά το νέο μέτρο για τους τουρίστες στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι το ύψος του φόρου διαμονής θα κυμαίνεται ανάλογα με το κατάλυμα από 0,5 έως και 4 ευρώ.
Όπως γράφει η NOZ, «η νέα τουριστική εισφορά προσανατολίζεται με βάση το πρότυπο των Βαλεαρίδων Νήσων: Εκεί παρακρατείται ήδη από τον φετινό Ιούλιο ένας επιπρόσθετος τουριστικός φόρος για τις διανυκτερεύσεις».
Το δημοσίευμα επισημαίνει ότι ο νόμος που αφορά την επιβολή του φόρου διανομής ψηφίστηκε παρά τις σφοδρές διαμαρτυρίες των εκπροσώπων του τουριστικού κλάδου, οι οποίοι εκφράζουν φόβους ότι «ένας επιπρόσθετος φόρος διανυκτέρευσης θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας».