Από την έντυπη έκδοση
Των Νατάσας Στασινού και Αγγελικής Κοτσοβού
Το σήμα εκκίνησης για την πολυαναμενόμενη επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας Εμπορίου Βορείου Αμερικής (NAFTA) εδόθη χθες και ήρθε να θυμίσει ότι ο χάρτης του παγκόσμιου εμπορίου ετοιμάζεται να αλλάξει ριζικά.
Ανατροπές αναμένονται τα προσεχή χρόνια, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ, πιστός στο δόγμα η «Αμερική πρώτα», αποσύρεται από συμφωνίες και τροποποιεί άλλες, η Κίνα επιδιώκει να καλύψει το αμερικανικό κενό και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί να αποδείξει ότι μπορεί και χωρίς τη Βρετανία, η οποία έχει τις δικές της φιλοδοξίες. Πέρα από τις συμμαχίες, όμως, ενδέχεται να αλλάξει και η ίδια η φύση των συμφωνιών, καθώς έχει γίνει σαφές ότι δεν έχουν γευτεί όλοι τους καρπούς της παγκοσμιοποίησης και της ραγδαίας απελευθέρωσης του εμπορίου. Μεγάλος ηττημένος ή «ξεχασμένος» κατά την προσφιλή έκφραση του Τραμπ είναι η μεσαία τάξη των ανεπτυγμένων οικονομιών, που είδε θέσεις εργασίας και κεφάλαια να μεταφέρονται στον αναδυόμενο κόσμο.
Οι αλλαγές που θα συμφωνηθούν στη NAFTA από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό θα δώσουν μία πρώτη γεύση για το πού κινούνται τα πράγματα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει επανειλημμένα κατηγορήσει τη συγκεκριμένη εμπορική σύμβαση ως επιζήμια για τη χώρα του, διατεινόμενος ότι ευθύνεται για χιλιάδες λουκέτα σε αμερικανικά εργοστάσια και μεταφορά παραγωγής και θέσεων στο χαμηλού εργατικού κόστους Μεξικό. Παράλληλα εξαπολύει πυρά και κατά του Καναδά, επισημαίνοντας ότι η συμφωνία του έχει αφήσει… παράθυρα για μέτρα προστατευτισμού σε γεωργικά προϊόντα. Αν και αρχικά είχε αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί να αποσύρει πλήρως τις ΗΠΑ από τη συμφωνία, τελικά επέλεξε την επαναδιαπραγμάτευση, αναγνωρίζοντας προφανώς ότι από τότε που ετέθη σε εφαρμογή οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των τριών χωρών τετραπλασιάστηκαν υπερβαίνοντας το 1 τρισ. δολάρια.
Οι νέες διαπραγματεύσεις θα αποτελέσουν ένα μεγάλο τεστ για την ικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της για δραστικό περιορισμό του εμπορικού ελλείμματος έναντι του Μεξικού που σήμερα ανέρχεται στα 64 δισ. δολάρια και κάλυψη των χαμένων θέσεων στη μεταποίηση. Οι άλλοι δύο εταίροι της NAFTA από την πλευρά τους αναγνωρίζουν μεν την ανάγκη για εκσυγχρονισμό μίας συμφωνίας που μετράει 23 χρόνια ζωής, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι για ανατροπές οι οποίες θα θίγουν κεκτημένα ετών. Η Καναδή υπουργός Εξωτερικών, Κρίστια Φρίλαντ, σχολίασε πως η επαναδιαπραγμάτευση είναι «μία ευκαιρία να κάνουμε μία καλή συμφωνία ακόμη καλύτερη». Σημείωσε δε ότι έχει ωφελήσει σημαντικά την καναδική οικονομία, προσθέτοντας 2,5% στο μέγεθός της ετησίως. Η κυβέρνηση του Μεξικού υπογραμμίζει ότι η NAFTA έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της μεταποιητικής δραστηριότητας στη χώρα αλλά και στην ανταγωνιστικότητα του αγροτικού τομέα.
Και οι τρεις χώρες, πάντως, έχουν συμφωνήσει ότι θα αναθεωρηθεί το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, αλλά και οι κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, αναμένεται να εστιάσουν την προσοχή τους σε ζητήματα όπως η ραγδαία ανάπτυξη του διαδικτυακού εμπορίου και εν γένει των ηλεκτρονικών συναλλαγών και οι αλλαγές που αυτή φέρνει στο λιανεμπόριο και την οικονομία. Δεν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός ότι χθες, που άρχισε ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων, ο Αμερικανός πρόεδρος θέλησε να βάλει στο στόχαστρό του την Amazon, υποστηρίζοντας πως ευθύνεται για την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας και αφήνοντας αιχμές για φοροδιαφυγή. «Η Αmazon προκαλεί μεγάλη βλάβη στους λιανεμπόρους που πληρώνουν φόρους.
Πλήττονται κωμοπόλεις, πόλεις και πολιτείες σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ - πολλές θέσεις εργασίας χάνονται!» έγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ στον λογαριασμό του στο Twitter. Η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που τίθενται επί τάπητος ενδέχεται να απαιτήσει διαβουλεύσεις μακράς διαρκείας. Ωστόσο, οι προεδρικές εκλογές στο Μεξικό και οι ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο των ΗΠΑ, το 2018, ενδέχεται να επισπεύσουν τη διαδικασία, καθώς οι κυβερνώντες θα θέλουν να παρουσιάσουν στην κοινή γνώμη μία «επιτυχία».
Οι κυριότερες διεθνείς συμφωνίες
Την ώρα που η Αμερική περιχαρακώνεται και αποσύρεται από τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, η απάντηση της Ευρώπης και των άλλων μεγάλων υπερδυνάμεων στον προστατευτισμό του Τραμπ είναι η προώθηση της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πρόσφατες εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά (CETA), αλλά και η συμφωνία μεταξύ Ευρώπης και Ιαπωνίας (ΕΡΑ).
Οι υπογραφές πέφτουν την εποχή που οι ΗΠΑ αποσύρονται από την εμπορική συμφωνία Ειρηνικού (ΤΡΡ). Την ίδια στιγμή, οι αντιδράσεις κυρίως από την πλευρά των ευρωπαϊκών χωρών έχουν «παγώσει» τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ (ΤΤΙP).
Ε.Ε. - Ιαπωνία (ΕΡΑ)
Στη σύνοδο κορυφής του Ιουλίου, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ και ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Σίντζο Άμπε ανακοίνωσαν επισήμως τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ε.Ε. και Ιαπωνίας, μια συμφωνία που δημιουργεί τη μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο, ενώνοντας δύο οικονομίες που αντιπροσωπεύουν το 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η Ιαπωνία αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ενώ ήδη αποτελεί την έβδομη μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές ευρωπαϊκών αγαθών και τον δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ε.Ε. στην Ασία. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έως τώρα διμερή εμπορική συμφωνία της Ε.Ε., καλύπτοντας περίπου το ένα τέταρτο της παγκόσμιας οικονομίας. Βασικός στόχος της συμφωνίας είναι, μέσω της άρσης των δασμών, περισσότερες εξαγωγές ιαπωνικών αυτοκινήτων προς την Ευρώπη και αύξηση στις εξαγωγές ευρωπαϊκών ειδών διατροφής -κυρίως γαλακτοκομικών προϊόντων- προς την Ιαπωνία. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ήδη εξαγάγουν ετησίως αγαθά, αξίας 58 δισ. ευρώ και υπηρεσίες 28 δισ. ευρώ στην Ιαπωνία.
Ε.Ε. - Καναδάς (CETA)
Στις αρχές του έτους και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2017, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε το «πράσινο φως» σε μία ακόμη διμερή εμπορική συμφωνία, μεταξύ Ε.Ε. και Καναδά. Στόχος είναι η κατάργηση έως και του 98% των δασμών σε εξαγωγικά προϊόντα. Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο πλευρών ήδη υπερβαίνουν τα 60 δισ. ευρώ. Με την εφαρμογή της CETA οι Βρυξέλλες προσβλέπουν στην αύξηση του διμερούς εμπορίου τουλάχιστον κατά 20%. Ο Καναδάς αποτελεί τον 12ο πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο της Ε.Ε., ενώ η Ε.Ε. είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Καναδά μετά τις ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στον Καναδά υπερβαίνουν τα 250 δισ. ευρώ, ενώ οι καναδικές άμεσες επενδύσεις στην Ε.Ε. υπολογίζονται σε ποσό άνω των 160 δισ. ευρώ.
ΗΠΑ - Ευρώπη (TTIP)
Δεν είναι μόνο η διαφορετική προσέγγιση της νέας κυβέρνησης Τραμπ που έβαλε στον πάγο ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν οι αντιρρήσεις πολλών χωρών της Ε.Ε. Η ΤΤΙΡ έχει κατηγορηθεί για έλλειψη διαφάνειας, ότι προωθεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών και ότι αποτελεί ένα έμμεσο «όχημα» για την προώθηση μεταλλαγμένων στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι υπέρμαχοι της συμφωνίας είχαν ως βασικά επιχειρήματα τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση του ΑΕΠ των δύο πλευρών έως 0,5 ποσοστιαία μονάδα. Η ΤΤΙP θα ένωνε τις δύο μεγαλύτερες εμπορικές υπερδυνάμεις, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που έχει ποτέ συναφθεί, δημιουργώντας μια τεράστια αγορά 820 εκατ. καταναλωτών. Οι αμερικανικές εξαγωγές προς την Ευρώπη ανέρχονται ήδη σε 402 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές της Ε.Ε. προς τις ΗΠΑ ξεπερνούν τα 460 δισ. ευρώ.
Χώρες Ειρηνικού (ΤΡΡ)
Το σύμφωνο συνεργασίας χωρών του Ειρηνικού προέβλεπε τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ 12 χωρών της περιοχής του Ασιατικού Ειρηνικού: Αυστραλία, Μπρουνέι, Καναδάς, Χιλή, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Περού, Σιγκαπούρη, Ηνωμένες Πολιτείες και Βιετνάμ, χώρες που αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Η συμφωνία -που είχε υπογραφεί τον Φεβρουάριο του 2016- χαρακτηρίστηκε «καταστροφική» από τον πρόεδρο Τραμπ, που έσπευσε μετά την εκλογή του να αποσύρει τις ΗΠΑ. Η αποχώρηση της Αμερικής γεννά την ευκαιρία στην Κίνα να εκμεταλλευτεί το κενό και να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη δημιουργία της μεγαλύτερης ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Ήδη οι υπόλοιπες 11 χώρες έχουν δεσμευτεί ότι θα συνεχίσουν στην υλοποίησή της, ακόμη και χωρίς τις ΗΠΑ.