Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
«Η υποστήριξη του πολιτικού συστήματος και της κοινής γνώμης στις μεταρρυθμίσεις υποχωρούσε όσο οι χώρες σταδιακά επανακτούσαν την πρόσβαση στις αγορές». Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την αξιολόγηση του ESM για τον ESM και πιθανότατα αποτελεί οδηγό από εδώ και στο εξής με πρώτο σταθμό την Ελλάδα, τη μοναδική χώρα η οποία παραμένει σε πρόγραμμα.
Η άποψη που φαίνεται να επικρατεί στο Δ.Σ. του θεσμού είναι ότι, προκειμένου να διατηρεί σε έναν βαθμό το μεταρρυθμιστικό μομέντουμ στις περιόδους μετά τη λήξη του βασικού σταδίου προσαρμογής, θα πρέπει να επιδιώκει με μεγαλύτερο ζήλο follow up συμφωνίες των «αδύναμων κρίκων» της Ευρωζώνης με τον ESM για την περίοδο μετά την έξοδο από το πρόγραμμα.
Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός έχει διαπιστώσει ότι σε όλες τις περιπτώσεις των χωρών που εφάρμοσαν και ολοκλήρωσαν -πλην της Ελλάδας που «είναι ειδική περίπτωση»- πρόγραμμα προσαρμογής εξετάστηκαν μεν αντίστοιχες συμφωνίες, ωστόσο, προτιμήθηκε μια καθαρή έξοδος στις αγορές κατά βάση για πολιτικούς λόγους.
Η μεταρρυθμιστική κόπωση, οι πολιτικές συνέπειες της παρατεταμένης δέσμευσης στην εκπλήρωση υποχρεώσεων και η αλλαγή στους εκλογικούς κύκλους είναι οι παράγοντες - κλειδιά που οδήγησαν τις χώρες σε πρόγραμμα να απορρίψουν μια περαιτέρω διαδικασία λεπτομερούς αν και ασθενέστερου ελέγχου. Ιδίως η εγγύτητα των εκλογών θεωρείται κομβική παράμετρος προς αυτήν την κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, όταν μια χώρα βγαίνει από ένα πρόγραμμα, «το τριμηνιαίο πλαίσιο αξιολόγησης εξαφανίζεται και η κυβέρνηση συχνά αρχίζει να αντιμετωπίζει απαιτήσεις για πισωγύρισμα στις μεταρρυθμίσεις», όπως συμπεραίνει ο ESM από την εμπειρία του με τις 4 χώρες οι οποίες εξήλθαν από τον μηχανισμό: Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Κύπρος.
Αυτό που επίσης λαμβάνει πλέον υπόψη η τεχνοκρατική ομάδα του ευρωπαϊκού μηχανισμού είναι ότι ορισμένες χώρες βγήκαν στις αγορές χωρίς να ολοκληρώσουν την τελική αξιολόγηση, γεγονός που μεταφράζεται ως «ελάττωμα στη διαχείριση του προγράμματος».
Ο κομβικός ρόλος του αποθεματικού
Οι στρατηγικές εξόδου των χωρών του ESM στις αγορές συνήθως άρχισαν να συζητούνται περίπου τρία τρίμηνα πριν από τη λήξη της εκάστοτε συμφωνίας χρηματοδοτικής βοήθειας και βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία αποθεματικών.
Προκειμένου να υποστηριχθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών, οι χώρες σε πρόγραμμα ακολούθησαν τον στόχο να καλύψουν μέσω ενός αποθεματικού χρηματοδοτικές ανάγκες 6 έως 12 μηνών. Ο ESM έχει εξάγει το συμπέρασμα ότι το αποθεματικό λειτουργεί ως παράγοντας σημαντικής ώθησης εμπιστοσύνης για τις πωλήσεις ομολόγων και θεωρεί ότι βοηθά επιπλέον στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους εταίρους του προγράμματος στην Ευρωζώνη.
Την παράμετρο αυτή φωτογραφίζει και η απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου: «Εν όψει της ολοκλήρωσης του τρέχοντος δανειακού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, το Eurogroup δεσμεύεται να παράσχει υποστήριξη στην Ελλάδα προκειμένου να καταστεί εφικτή η επιστροφή της στις αγορές. Το Eurogroup συμφωνεί ότι οι μελλοντικές δόσεις (σ.σ.: αυτές που θα πρέπει να καταβληθούν στην Ελλάδα μετά τις αξιολογήσεις που έχουν απομείνει) θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν όχι μόνο τις ανάγκες για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, αλλά και την περαιτέρω ενίσχυση των αποθεματικών κεφαλαίων ώστε να τονωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να διευκολυνθεί η έξοδος στις αγορές».
Εξ ου και η φανερή συγκατάθεση των ευρωπαϊκών θεσμών στο εγχείρημα της πρώτης εξόδου στις αγορές από την τωρινή ελληνική κυβέρνηση· τουλάχιστον από τεχνοκρατική άποψη, καθώς σύμφωνα με μια σειρά εκτιμήσεων, σε ό,τι αφορά τη γερμανική πλευρά, έχει και πολιτικό όφελος από μια εμβάθυνση της εξομάλυνσης στην ελληνική υπόθεση ενόψει των γερμανικών εκλογών, κατά τις οποίες θα διεκδικήσει τη ψήφο των Γερμανών ψηφοφόρων και φυσικά φορολογούμενων.
Το ΔΝΤ και ο σχεδιασμός της κυβέρνησης
Ωστόσο, τον στόχο της δημιουργίας αποθεματικού περιπλέκει το πλαφόν που θέτει το ΔΝΤ στο δημόσιο χρέος. Το διατύπωσε με τον πλέον σαφή τρόπο στη «Ν» η επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου, τονίζοντας ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πως μέχρι να υποστεί περαιτέρω ελάφρυνση η όποια επιπλέον χρηματοδότηση προς την Ελλάδα «θα πρέπει να μην το αυξάνει, αλλά αντιθέτως να εξομαλύνει τις αποπληρωμές του για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος».
Εκτιμήσεις θέλουν το ελληνικό δημόσιο να έχει ήδη πιάσει το «ταβάνι» που θέτει το ΔΝΤ - σημειωτέον, με την πρόσφατη έκδοση του 5ετούς ομολόγου, το χρέος αυξήθηκε κατά περίπου 1, 5 δισ. Το γεγονός αυτό προκαλεί ερωτήματα γύρω από την πρόθεση του οικονομικού επιτελείου για τη δημιουργία αποθεματικού, σύμφωνα με πληροφορίες, της τάξης των 10 δισ. Κατ’ επέκταση, θέτει προσχώματα στον σχεδιασμό της κυβέρνησης να απελευθερώσει κεφάλαια που θα δαπανήσει «σύμφωνα με τις πολιτικές της προτεραιότητες», διαμορφώνοντας σημείο εκκίνησης για τις -ενδεχομένως και πρόωρες- εκλογές.
Τα εμπόδια στη δημιουργία αποθεματικού που θα διευκολύνει την καθαρή έξοδο στις αγορές, όπως συνέβη με τις υπόλοιπες χώρες σε πρόγραμμα, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη αυστηροποίηση του πλαισίου από τον ESM για τη διατήρηση του μεταρρυθμιστικού μομέντουμ στην Ευρωζώνη και εν προκειμένω στην Ελλάδα, ίσως ενδυναμώνει το σενάριο της προληπτικής πιστωτικής γραμμής μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος.
Το ιστορικό της επιστροφής στις αγορές
Η Ιρλανδία ήταν η πρώτη χώρα που βγήκε από πρόγραμμα και δημιούργησε προηγούμενο, καθώς κινήθηκε απευθείας στη χρηματοδότηση από την αγορά χωρίς να απαιτείται ένα πρόσθετο δίχτυ ασφαλείας, όπως η περαιτέρω επίσημη χρηματοδότηση ή μια stand-by γραμμή πίστωσης. Η χώρα κατάφερε να ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές τον δεύτερο χρόνο του προγράμματος.
Η Πορτογαλία προέβη στην έκδοση μεγαλύτερων ποσών μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ομολόγων μετά από δύο χρόνια. Η Κύπρος εστίασε σε μεσοπρόθεσμα ομόλογα τον δεύτερο χρόνο και προχώρησε σε ωριμάνσεις μεγαλύτερης διάρκειας στον τρίτο χρόνο. Η Ισπανία ήταν σε θέση να διατηρήσει την πρόσβαση στις αγορές καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος.
Η Ελλάδα επέστρεψε στις αγορές τον τρίτο χρόνο, για βραχείες ωριμάνσεις, ωστόσο η πρόσβαση αποδείχθηκε μόνο προσωρινή, καθώς μεσολάβησαν πολιτικές εξελίξεις που εκτροχίασαν τη διαδικασία. Το ελληνικό δημόσιο βγήκε ξανά στις αγορές, όπως είναι γνωστό, στην αρχή αυτής της εβδομάδας.
Σημειωτέον, είναι δεδομένο ότι η ευνοϊκή νομισματική πολιτική και ειδικότερα τα μη συμβατικά μέτρα της ΕΚΤ διευκόλυναν και διευκολύνουν την πρόσβαση των χωρών με προγράμματα του ESM στις αγορές.