Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Την πιθανή εμπλοκή που θα μπορούσε να προκύψει από έναν νέο δημόσιο χαρακτηρισμό του χρέους ως «μη βιώσιμου» από την πλευρά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά και τον κίνδυνο να μην καταγραφεί το επιθυμητό επιτόκιο συνυπολόγισε η κυβέρνηση για να οδηγηθεί στην απόφαση αναβολής της «καθόδου» στις αγορές.
Πλέον θεωρείται δεδομένο ότι το θέμα της έκδοσης του 5ετούς ομολόγου και της συγκεκριμένης ημερομηνίας ανοίγματος του βιβλίου προσφορών θα εξεταστεί και πάλι από την επόμενη εβδομάδα και χωρίς να θεωρείται δεδομένο ότι η διαδικασία θα προχωρήσει μέσα στον Ιούλιο. Άλλωστε, η έξοδος στις αγορές θα αποφασιστεί πλέον με αμιγώς «πολιτικά» και δευτερευόντως με οικονομικά κριτήρια. Άμεση ανάγκη κάλυψης χρηματοδοτικών αναγκών δεν υπάρχει μετά την εκταμίευση της δόσης των 7,7 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, ενώ και η λήξη του ομολόγου 5ετούς διάρκειας που πρόκειται -με βάση τον σχεδιασμό- να ανακεφαλαιοποιηθεί είναι για το 2019.
Μετά τη διπλή αποτυχία της κυβέρνησης κατά τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές -χάθηκε τόσο ο στόχος για αποσαφήνιση των μεσοπρόθεσμων μέτρων διευθέτησης του χρέους όσο και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας-, η έξοδος στις αγορές απέμεινε ως ο μοναδικός υλοποιήσιμος στόχος. Μέχρι και το τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, κυβερνητικές πηγές μιλούσαν για δεδομένη απόφαση, το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών να γίνει είτε τη Δευτέρα 17 Ιουλίου είτε χθες Τρίτη. Το σκηνικό άλλαξε μετά τις κλειστές συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν αργά την Κυριακή. Στο τραπέζι έπεσαν δύο επιχειρήματα, ένα «πολιτικού» και ένα «τεχνικού» χαρακτήρα, τα οποία τελικώς λειτούργησαν καταλυτικά:
1. Το πολιτικό επιχείρημα αφορούσε την πιθανότητα το «επίτευγμα» της εξόδου στις αγορές -πρώτης μετά το 2014- να επισκιαστεί στα εγχώρια και διεθνή μέσα ενημέρωσης από μια νέα αρνητική δημόσια εκτίμηση του ΔΝΤ για το χρέος. Το αρχικό επιχείρημα ήταν η έξοδος στις αγορές να προηγηθεί της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου προκειμένου η διαδικασία να έχει ολοκληρωθεί πριν υπάρξει μια πιθανή επιδείνωση του κλίματος. Στη συνέχεια, επικράτησαν άλλες φωνές οι οποίες υποστήριζαν ότι θα ήταν προτιμότερο να ξεκαθαρίσει το Ταμείο τη στάση του προκειμένου να αποφευχθούν οι εκπλήξεις. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης θεωρούν ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΔΝΤ για την Ελλάδα σχετικά με την υπογραφή του νέου μνημονίου να μην καταλήξει αυτή την Πέμπτη σε συγκεκριμένη απόφαση και το θέμα να μετατεθεί για το φθινόπωρο. Το βασικό επιχείρημα σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι ότι δεν θα υπάρχουν νέα δεδομένα από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με τη διευθέτηση του χρέους. Επιβεβαίωση αυτού του σεναρίου θα σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει αρνητική δημοσιότητα, καθώς μαζί με την αναβολή της απόφασης για το νέο ελληνικό πρόγραμμα θα αναβληθεί και η δημοσίευση νέας έκθεσης για τη βιωσιμότητα του χρέους. Το θέμα θα μετατεθεί χρονικά για μετά τις γερμανικές εκλογές, οπότε -σύμφωνα πάντοτε με το συγκεκριμένο σενάριο- θα υπάρχει πλέον και το έδαφος στους κόλπους των ευρωπαϊκών θεσμών για περισσότερη αποσαφήνιση όσον αφορά το θέμα του χρέους. Αυτή καθαυτή η υπογραφή του μνημονίου με το ΔΝΤ δεν σηματοδοτεί άλλωστε κάτι σημαντικό για την Ελλάδα σε αυτή τη φάση, δεδομένου ότι και τα δανειακά κεφάλαια που διακυβεύονται δεν προορίζονται για άμεση κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών.
2. Το δεύτερο τεχνικής φύσεως επιχείρημα υπέρ της αναβολής της έκδοσης είχε να κάνει επίσης με τη συνεδρίαση του ΔΝΤ. Στην κλειστή σύσκεψη κυβερνητικών στελεχών, με τη συμμετοχή και του συμβούλου του τραπεζικού οίκου Rothchild, συζητήθηκε το ενδεχόμενο μια νέα αρνητική έκθεση ενός οργανισμού όπως το ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος να εκληφθεί ως αιφνίδια αλλαγή των συνθηκών σε χρονικό σημείο πολύ κοντινό με αυτό της έκδοσης του ελληνικού ομολόγου και να προκαλέσει προβλήματα όσον αφορά την καταβολή των κεφαλαίων.
Κυβερνητικές πηγές άφηναν χθες ανοικτό το ενδεχόμενο εξόδου στις αγορές μέσα στην επόμενη εβδομάδα. Συνδέουν βέβαια την τελική απόφαση με τρεις παράγοντες: το επιτόκιο, τη στάση του ΔΝΤ και το ενδεχόμενο αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Sτandard & Poor’s.
Τα τρία κλειδιά
Το επιτόκιο
Η κυβέρνηση θέλει να διασφαλίσει ότι το επιτόκιο που θα μπορέσει να εξασφαλίσει η Ελλάδα για το 5ετές ομόλογο λήξης του 2022 θα είναι χαμηλότερο από το 4,95% που «κοστίζει» σήμερα στον ΟΔΔΗΧ το προς αντικατάσταση πενταετές του 2014. Ο λόγος είναι περισσότερο πολιτικός (σ.σ.: η κυβέρνηση θέλει να εμφανίσει καλύτερη επίδοση από την αντίστοιχη της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας το 2014) και λιγότερο οικονομικός, καθώς η διαφορά του τόκου σε ένα ομόλογο της τάξεως των 4 δισ. ευρώ δεν ξεπερνά τα 15-16 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Η στάση του ΔΝΤ
Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει αρνητική αλλαγή του κλίματος από έναν νέο δημόσιο χαρακτηρισμό του χρέους ως «μη βιώσιμου» από την πλευρά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Πιθανή αναβάθμιση
Θα πρέπει να υπάρξει ένα «θετικό νέο» που θα δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος το επόμενο χρονικό διάστημα. Στην κυβέρνηση «ποντάρουν» αρκετά στο ενδεχόμενο μιας αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Standard & Poor’s, έκθεση του οποίου αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα την Παρασκευή.
Στο... μικροσκόπιο η επικείμενη έκδοση ομολόγου
Βήμα προς μια επιτυχημένη έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης θα αποτελέσει η επικείμενη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, χωρίς ωστόσο να φέρει εντυπωσιακή αλλαγή, όπως επισημαίνει τηλεγράφημα του Reuters από Βρυξέλλες, επικαλούμενο Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Η διαδικασία, επισημαίνουν οι κοινοτικοί αξιωματούχοι που θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, θα απαιτήσει μια σειρά από επιτυχημένες ομολογιακές εκδόσεις και τη δημιουργία ενός σημαντικού «μαξιλαριού» ρευστότητας. Πρώτο μέλημα της Αθήνας πρέπει να είναι να μην αφήσει καμία υπόνοια ότι θα υπαναχωρήσει στις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις. Αυτό θα καθιστούσε μεγαλύτερη την αστάθεια, ειδικά καθώς η χώρα παρακολουθείται στενά από τις αγορές. Σημαντικό θα είναι επίσης το ποιοι θα αγοράσουν τα ελληνικά ομόλογα. Για να θεωρηθεί επιτυχημένη μια νέα έκδοση θα πρέπει να προσελκύσει κυρίως ξένα κεφάλαια, με μικρή συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών, σημείωσε ένας αξιωματούχος.
Όμως, ακόμη και στην περίπτωση που η έκδοση ομολόγων ολοκληρωθεί με επιτυχία από πλευράς επενδυτικού ενδιαφέροντος και αποδόσεων, αξιωματούχοι συστήνουν προσοχή: η ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει να χαλαρώσει, επειδή μέρος των χρημάτων που θα αντληθεί πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθούν σημαντικά «μαξιλάρια» ρευστότητας. Η Κομισιόν έχει διαμηνύσει ότι η Ελλάδα πρέπει να κρατήσει στην άκρη 9 δισ. ευρώ για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες τους πρώτους 10 μήνες μετά τη λήξη του προγράμματος.
Μέρος των χρημάτων αναμένεται να προέλθει από εξοικονόμηση πόρων και νέα δάνεια από το υφιστάμενο πρόγραμμα. Μέρος όμως της ρευστότητας θα προέλθει από πόρους που θα αντληθούν από τις αγορές, σημείωσαν δύο αξιωματούχοι.
Για να επιτύχει τον στόχο για το «μαξιλάρι» ρευστότητας και να ανακτήσει πλήρως την εμπιστοσύνη των επενδυτών, η Ελλάδα πρέπει να βγει στις αγορές περισσότερες από μία φορά έως τον Αύγουστο του 2018 και με εκδόσεις διαφορετικών και μεγαλύτερων ωριμάνσεων ομολόγων, τόνισαν οι αξιωματούχοι.