Από την έντυπη έκδοση
Τις προϋποθέσεις και τους όρους για τη συναίνεση του Δημοσίου σε συμφωνία αναδιάρθρωσης οφειλών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4469/2017, καθορίζει απόφαση της υφυπουργού Οικονομικών Αικατερίνης Παπανάτσιου, η οποία υπεγράφη στις 12 Ιουλίου και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14 Ιουλίου. Με την απόφαση αυτή (υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1105/2017) ανάβει ουσιαστικά το «πράσινο φως» σε χιλιάδες υπερχρεωμένες αλλά βιώσιμες επιχειρήσεις για τη ρύθμιση των οφειλών τους προς το Δημόσιο έως και σε 120 μηνιαίες δόσεις, μέσω της διαδικασίας του εξωδικαστικού μηχανισμού που προβλέπει ο ν. 4469/2017.
Σύμφωνα με τον ν. 4469/2017 και την απόφαση της κυρίας Παπανάτσιου, το συνολικό ποσό που προτείνεται να αποπληρωθεί στο Δημόσιο ισούται με το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των παρακάτω υποχρεωτικών κανόνων (παρ. 2 άρθρου 9 του ν. 4469/2017):
α) Οι ρυθμίσεις της σύμβασης αναδιάρθρωσης δεν επιτρέπεται να φέρουν τους πιστωτές, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, σε χειρότερη οικονομική θέση απ’ αυτή στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
β) Οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο, λαμβάνουν ποσά και άλλα τυχόν ανταλλάγματα τουλάχιστον ισάξια με τα ποσά που προβλέπεται ότι θα ελάμβαναν κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των συνοφειλετών και των βεβαρημένων υπέρ τους περιουσιακών στοιχείων τρίτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
γ) Ποσά και άλλα ανταλλάγματα που απομένουν προς διανομή μετά την κατά προτεραιότητα διανομή ποσών και άλλων ανταλλαγμάτων, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α’ και β’, διανέμονται σε όλους τους πιστωτές συμμέτρως κατά το μέρος των απαιτήσεών τους που απομένει ανεξόφλητο μετά την εφαρμογή των περιπτώσεων α’ και β’.
δ) Με την επιφύλαξη της περίπτωσης α’, για τον υπολογισμό των ποσών και των τυχόν άλλων ανταλλαγμάτων διανομής μεταξύ των πιστωτών, από τις απαιτήσεις των πιστωτών αφαιρούνται προηγουμένως:
αα) το σύνολο των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα,
ββ) ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) των απαιτήσεων του Δημοσίου από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση και ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής.
Τα αναφερόμενα στις υποπεριπτώσεις αα’ και ββ’ ποσά συνυπολογίζονται στη διανομή μόνο στην περίπτωση και κατά την έκταση που το επιτρέπει η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και αποπληρώνονται, εν όλω ή εν μέρει, μόνο εφόσον έχουν αποπληρωθεί πλήρως οι λοιπές απαιτήσεις των πιστωτών.
Σε αντίθετη περίπτωση τα ανωτέρω ποσά διαγράφονται μετά την ολοσχερή εξόφληση όλων των οφειλών με βάση τη σύμβαση αναδιάρθρωσης.
Αναλυτικά, το πλήρες κείμενο της απόφασης της υφυπουργού Οικονομικών έχει ως εξής:
Άρθρο 1
Προϋποθέσεις συναίνεσης του Δημοσίου σε συμφωνία αναδιάρθρωσης
1. Το Δημόσιο υπερψηφίζει ορισμένη πρόταση οφειλέτη ή αντιπρόταση πιστωτή για αναδιάρθρωση οφειλών κατά τις διατάξεις του ν. 4469/2017, υπό τις κάτωθι προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται σωρευτικά:
(α) Το συνολικό ποσό που προτείνεται να αποπληρωθεί στο Δημόσιο ισούται με το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων της παραγράφου 2 του άρθρου 9, με όρους καθαρής παρούσας αξίας. Για τη διαπίστωση της τήρησης των κανόνων αυτών:
(αα) Για την αξιολόγηση της «αξίας ρευστοποίησης» των περιουσιακών στοιχείων των περιπτώσεων (α) και (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 9, επί της οποίας εφαρμόζονται οι υποχρεωτικοί κανόνες των ανωτέρω περιπτώσεων, το Δημόσιο ελέγχει και λαμβάνει υπόψη τα εξής:
(ααα) Για τα ακίνητα:
Έκθεση εκτιμητή ακινήτων, σύμφωνα με την περίπτωση (ιε) της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 4469/2017 και σε περίπτωση που προσκομίζονται από οφειλέτη, συνοφειλέτη ή πιστωτές περισσότερες εκθέσεις εκτιμητών, την πιο πρόσφατη. Εκτίμηση αξίας ακινήτων που περιλαμβάνεται σε έκθεση εμπειρογνώμονα, σύμφωνα με την περίπτωση (ιδ) της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 4469/2017, λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν βασίζεται σε έκθεση εκτιμητή ακινήτων.
Σε περίπτωση που δεν προσκομίζεται έκθεση εκτιμητή ακινήτων, το Δημόσιο ελέγχει και λαμβάνει υπόψη:
i) Τη φορολογητέα αξία για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ, σύμφωνα με το ν. 4223/2013, από την τελευταία συντεθείσα δήλωση ΕΝΦΙΑ - πράξη προσδιορισμού φόρου.
ii) Για ακίνητα για τα οποία δεν προσδιορίζεται αξία ΕΝΦΙΑ, την αντικειμενική αξία αυτών, η οποία προκύπτει κατά τις διατάξεις του άρθρου 41Α του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43Α’) και της απόφασης του υπουργού Οικονομικών 1144814/26361/ ΠΟΛ.1310/30.12.1998 (ΦΕΚ Β’ 1328). Για τον υπολογισμό αυτής συμπληρώνεται από τον οφειλέτη ή τον συνοφειλέτη το έντυπο υπολογισμού αξίας «ΑΑ ΓΗΣ» και η ορθότητα του υπολογισμού της βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο.
(ααβ) Για τα κινητά:
i) που σχετίζονται με την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη ή συνοφειλέτη, όπως ενσώματα και άυλα πάγια πλην ακινήτων, αποθέματα, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (π.χ., απαιτήσεις, τίτλοι, καταθέσεις, μετρητά, μετοχές), την αγοραία αξία όπως προκύπτει είτε από πρόσφατη έκθεση οικονομολόγου, μέλους του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, προκειμένου για οφειλέτη που τηρεί διπλογραφικά βιβλία με ετήσιο κύκλο εργασιών έως και 1.500.000 ευρώ ή απλογραφικά βιβλία είτε από πρόσφατη έκθεση ορκωτού ελεγκτή, προκειμένου για οφειλέτη, που τηρεί διπλογραφικά βιβλία με ετήσιο κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 1.500.000 ευρώ. Ως «πρόσφατη έκθεση» θεωρείται αυτή που έχει συνταχθεί εντός των τελευταίων δώδεκα μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στην εξωδικαστική διαδικασία ρύθμισης οφειλών. Σε περίπτωση που δεν προσκομίζεται η ως άνω έκθεση, το Δημόσιο λαμβάνει υπόψη την αξία που αναφέρεται στην αίτηση του οφειλέτη ή συνοφειλέτη και δύναται να ζητήσει τυχόν διαθέσιμα συνοδευτικά έγγραφα για τον έλεγχο της ως άνω δηλωθείσας αξίας.
ii) που δεν υπάγονται στην ανωτέρω υποπερίπτωση και αφορούν κινητά μεγάλης αξίας, ενός εκάστου άνω των 2.000 ευρώ και συνολικά εκτιμώμενα άνω των 30.000 ευρώ, την αξία που αναφέρεται στην αίτηση του οφειλέτη ή συνοφειλέτη, για τον έλεγχο της οποίας το Δημόσιο δύναται να ζητήσει τυχόν διαθέσιμα συνοδευτικά έγγραφα και η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται αυτής που αναγράφεται σε εν ισχύι σύμβαση ασφάλισής τους.
iii) μικρής αξίας, η αξία που αναφέρεται στην αίτηση του οφειλέτη ή συνοφειλέτη.
(αβ) Ως «ικανότητα αποπληρωμής» νοείται το ποσό που δύναται να αποπληρώσει συνολικά ο οφειλέτης και οι συνοφειλέτες που υπέγραψαν την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη, έναντι των οφειλών τους προς όλους τους πιστωτές εντός χρονικού διαστήματος, που για το Δημόσιο ισούται με τον χρόνο αποπληρωμής εκατόν είκοσι (120) μηνιαίων δόσεων. Η «ικανότητα αποπληρωμής», με την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και η «μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής», σύμφωνα με το στοιχείο (α) της παραγράφου 5 του άρθρου 15, υπολογίζονται:
(αβα) για νομικά πρόσωπα είτε πρόκειται για τον οφειλέτη είτε για συνοφειλέτη που υπέγραψε την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη, ως εξής:
Με βάση τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) της πιο κερδοφόρας χρήσης της τελευταίας τριετίας πριν από την υποβολή της αίτησης του οφειλέτη, την υποχρέωση αποπληρωμής φόρων, την ανάγκη για πραγματοποίηση επενδύσεων απαραίτητων για τη συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης, καταθέσεις, καθώς και ελάχιστο αναγκαίο ποσό για τη συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης.
(αββ) για φυσικά πρόσωπα που έχουν ατομική επιχείρηση είτε πρόκειται για τον οφειλέτη είτε για συνοφειλέτη που υπέγραψε την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη, ως εξής:
Με βάση τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) της πιο κερδοφόρας χρήσης της τελευταίας τριετίας, πριν από την υποβολή της αίτησης του οφειλέτη, έσοδα από άλλες πηγές, τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, οφειλές που προέρχονται από άλλη αιτία εκτός της άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, καταθέσεις, καθώς και ελάχιστο αναγκαίο ποσό για τη συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης.
(αβγ) για φυσικά πρόσωπα, όταν πρόκειται για συνοφειλέτη που υπέγραψε την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη και δεν έχει ατομική επιχείρηση, ως εξής:
Με βάση τα έσοδα από κάθε πηγή, όπως δηλώθηκαν στην τελευταία φορολογική δήλωση, πριν από την υποβολή της αίτησης του οφειλέτη, εύλογες δαπάνες διαβίωσης, καθώς και τυχόν καταθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση υπολογισμού ικανότητας αποπληρωμής συνοφειλέτη λαμβάνεται υπόψη το ποσό της συνυπευθυνότητάς του σε σχέση με το συνολικό ποσό των οφειλών αυτού.
(αγ) Η καθαρή παρούσα αξία
Για τον υπολογισμό της καθαρής παρούσας αξίας, ως προεξοφλητικό επιτόκιο χρησιμοποιείται το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες (5%).
(β) Οι δόσεις που προτείνονται για την αποπληρωμή του συνολικού ποσού όπως αυτό καθορίζεται στο υπό στοιχείο (α) της παρούσας παραγράφου δεν υπερβαίνουν τις 120 μηνιαίες δόσεις και είναι ισόποσες. Για τον καθορισμό των δόσεων δεν λαμβάνονται υπόψη ποσά υφιστάμενων ρυθμίσεων που εντάσσονται αυτούσια στη σύμβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017.
(γ) Το ύψος εκάστης προτεινόμενης δόσης δεν υπολείπεται των πενήντα (50) ευρώ.
(δ) Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα καθενός από τους επόμενους μήνες.
2. Σε περίπτωση που τίθενται σε ψηφοφορία περισσότερες προτάσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, το Δημόσιο υπερψηφίζει μεταξύ αυτών την πρόταση που προβλέπει αποπληρωμή του ποσού της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 σε λιγότερες δόσεις.
3. Το Δημόσιο δεν συναινεί σε διαγραφή απαιτήσεών του, με την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017, για βασική οφειλή από τελωνειακούς δασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι, ως παραδοσιακοί ίδιοι πόροι, αποτελούν έσοδό της και αποδίδονται στον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό, ακόμη και σε περίπτωση διαγραφής τους.
4. Το Δημόσιο δεν συναινεί σε περιπτώσεις που διαθέτει δική του μελέτη βιωσιμότητας, βάσει της οποίας το χρέος του οφειλέτη χαρακτηρίζεται ως μη βιώσιμο.
Άρθρο 2
Τυποποιημένη εφαρμογή υποχρεωτικών κανόνων
Ο υπολογισμός του συνολικού ποσού που πρέπει να αποπληρωθεί στο Δημόσιο σύμφωνα με τους κανόνες υπό στοιχείο (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της παρούσας και τους κανόνες της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 4469/2017, γίνεται με τυποποιημένο τρόπο, το αποτέλεσμα του οποίου θα αναρτάται στην ηλεκτρονική εφαρμογή που τηρείται στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους στο πλαίσιο της κατάθεσης αντιπροτάσεων από τους συμμετέχοντες πιστωτές.
Άρθρο 3
Αρρύθμιστες οφειλές με ποσό βασικής οφειλής έως 20.000 ευρώ
Σε περίπτωση υπογραφής σύμβασης αναδιάρθρωσης, στην οποία εντάσσονται οφειλές προς το Δημόσιο που εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 15 του ν. 4469/2017, η τήρηση των υποχρεωτικών κανόνων των άρθρων 9 και 15 του νόμου διαπιστώνεται από τον συντονιστή με το πρακτικό περαίωσης της παραγράφου 16 του άρθρου 8, υπό την επιφύλαξη του δικαστικού ελέγχου του άρθρου 12 του νόμου, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν υποβολής ένστασης ή άσκησης παρέμβασης από τρίτο πιστωτή.
Άρθρο 4
Συμψηφισμός
Μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης, τυχόν ανταπαίτηση του οφειλέτη κατά του Δημοσίου, συμψηφίζεται με οφειλές του βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ και του άρθρου 48 του ΚΦΔ και των οριζόμενων στο ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α’85), όπως ισχύουν.
Τυχόν υπόλοιπο ποσό επιστρέφεται στον οφειλέτη με βάση τα ισχύοντα στην απόφαση υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ. 1116/23.5.2013. Εφόσον η γενεσιουργός αιτία της ανωτέρω απαίτησης κατά του Δημοσίου ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, με τον συμψηφισμό πιστώνονται, κατά σειρά προτεραιότητας, οφειλές εκτός σύμβασης, δόσεις υφιστάμενων ρυθμίσεων που εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών κατ’ άρθ. 15 παρ. 4 του ν. 4469/2017, δόσεις της σύμβασης αναδιάρθρωσης και, τέλος, εφόσον έχουν εξαντληθεί οι λοιπές βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση οφειλές, οι προβλεπόμενες στη σύμβαση προς διαγραφή οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση.
Σε διαφορετική περίπτωση, πιστώνονται κατά προτεραιότητα οι δόσεις της σύμβασης αναδιάρθρωσης, δόσεις υφιστάμενων ρυθμίσεων που εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών κατ’ άρθ. 15 παρ. 4 του ν. 4469/2017 και οφειλές εκτός σύμβασης.
Άρθρο 5
Αποδεικτικό Ενημερότητας
Σε περίπτωση που ζητείται αποδεικτικό ενημερότητας από τον οφειλέτη ή από τους συνοφειλέτες που δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, αυτό χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 του ΚΦΔ και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών αποφάσεων, όπως εκάστοτε ισχύουν. Για την εξέταση της συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων χορήγησης του αποδεικτικού: α. οι βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση οφειλές που έχουν ρυθμιστεί στο πλαίσιο της σύμβασης αναδιάρθρωσης, θεωρούνται ως νόμιμα τακτοποιημένες με ρύθμιση τμηματικής καταβολής και β. δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης.
Άρθρο 6
Αναστολή αναγκαστικών μέτρων
Οι αναστολές των άρθρων 12, 13 και 15 του ν. 4469/2017 καταλαμβάνουν μόνο τις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές. Οι αναστολές αυτές δεν ισχύουν για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης.
Επί κάθε είδους κατασχέσεων απαιτήσεων που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων, ο τρίτος υποχρεούται να αποδώσει στο Δημόσιο τις απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μέχρι τον χρόνο έναρξης ισχύος των αναστολών των άρθρων 12, 13 και 15 του ν. 4469/2017. Ποσά των οποίων η προθεσμία απόδοσης στο Δημόσιο εκπνέει μετά την έναρξη ισχύος των αναστολών των άρθρων 12, 13, και 15 του ν. 4469/2017 πιστώνονται στην οφειλή προς το Δημόσιο σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σύμβαση αναδιάρθρωσης.
Άρθρο 7
Εξαιρούμενες οφειλές
Δεν αποτελούν αντικείμενο σύμβασης αναδιάρθρωσης βεβαιωμένες οφειλές οι οποίες αφορούν ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 4002/2011 ή σύμφωνα με άλλες ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 8
Προαφαίρεση οφειλών προς το Δημόσιο
Προαφαιρούμενα κατά ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) πρόστιμα, σύμφωνα με την υποπερίπτωση ββ) της περίπτωσης δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 4469/2017 νοούνται τα πρόστιμα που επιβάλλονται αυτοτελώς και δεν συμβεβαιώνονται με την κύρια οφειλή.
Ως προαφαιρούμενα κατά ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) από προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με την υποπερίπτωση ββ) της περίπτωσης δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 4469/2017 νοούνται τα εξής:
α) οι προσαυξήσεις και οι τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974,
β) οι τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 όπως τα ανωτέρω ισχύουν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 του ν. 4469/2017,
γ) τα πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 4174/2013, όπως τα ανωτέρω πρόστιμα ισχύουν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 του ν. 4469/2017.
Άρθρο 9
Αρμόδιο όργανο
Αρμόδιος φορέας για τη συμμετοχή του Δημοσίου στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, τη σύναψη σύμβασης αναδιάρθρωσης, την παρακολούθηση τήρησης των όρων της, την ανατροπή αυτής, τη γνωστοποίηση ανατροπής αυτής στους λοιπούς πιστωτές που δεσμεύονται από τη σύμβαση και για κάθε άλλη αναγκαία ενέργεια ή πράξη στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4469/2017, είναι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και αρμόδιο όργανο ο διοικητής αυτής.
Άρθρο 10
Έναρξη ισχύος
H παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (από 14/7/2017).