Από την έντυπη έκδοση
Καθώς ο κλάδος των δεξαμενόπλοιων παρουσιάζει φέτος ρεκόρ νέων παραγγελιών σε επίπεδο οκταετίας και οι αξίες των πλοίων πέφτουν, οι πλοιοκτήτες περιμένουν την ανάκαμψη της αγοράς από το επόμενο έτος, με αποτέλεσμα να σημειώνεται φρένο και στις αγοραπωλησίες ναυτιλιακών εταιρειών. Μάλιστα, η Frontline, η εισηγμένη στο αμερικανικό χρηματιστήριο ναυτιλιακή εταιρεία του John Fredriksen, κατ’ εξοχήν «κυνηγός» tonnage, δήλωσε ότι θα εγκαταλείψει τα σχέδια για εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Εγκαταλείπει την DHT
«Δεν θα ξοδέψουμε άλλο χρόνο για να παρακολουθούμε την πορεία της DHT», δήλωσε στο Reuters ο διευθύνων σύμβουλος της Frontline Robert Hvide Macleod. «Με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται σήμερα για τη δημιουργία αξίας μέσω της ανανέωσης του στόλου μας δεν προχωρούμε προς το παρόν σε άλλες εξαγορές», φέρεται να δήλωσε στο Reuters.
Στις αρχές του έτους, η Frontline ξεκίνησε μια προσπάθεια εξαγοράς της DHT Holdings που έχει έδρα στη Νορβηγία και είναι εισηγμένη στο NYSE μέσω διαδοχικών προσφορών οι οποίες αποκρούσθηκαν όλες από τους μετόχους και τη διοίκηση της DHT.
Στη συνέχεια και πριν από λίγες ημέρες η Wall Street Journal ανέφερε ότι η Frontline προσπάθησε να αποκτήσει την Gener8, επίσης εισηγμένη στο αμερικανικό χρηματιστήριο εταιρεία δεξαμενόπλοιων, αλλά οι συζητήσεις μάλλον απέβησαν άκαρπες, αν και κανένα από τα δυο μέρη δεν τις επιβεβαίωσαν.
Οι ναυτιλιακοί αναλυτές που ερωτήθηκαν από το πρακτορείο Reuters σημείωσαν ότι οι χαμηλές αξίες των πλοίων στην παρούσα περίοδο κάνουν πολύ σύνθετη την εικόνα σε μία εν δυνάμει εξαγορά, αλλά προσέθεσαν ότι η βιομηχανία των δεξαμενόπλοιων παραμένει ώριμη για εξαγορές και συγχωνεύσεις και θα ήταν μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
«Εμείς πιστεύουμε ότι τελικά τώρα είναι ο σωστός χρόνος για εξαγορά tonnage, αλλά είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάποιον υποψήφιο για εξαγορά αυτή τη στιγμή μεταξύ των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών», σημειώνει ο Peder Nicolai Jarlsby, αναλυτής της Fearnleys.
Η καθαρή αξία ανά μετοχή είναι το σημείο έναρξης της αξιολόγησης μιας ναυτιλιακής εταιρείας, όμως καθώς η αγορά ναύλων τη στιγμή αυτή είναι αδύναμη και συνεπώς η αξία του ενεργητικού σε πολύ χαμηλά επίπεδα, πολύ πλοιοκτήτες δεν συναινούν σε κάποια συμφωνία τώρα, καθώς περιμένουν μια ανάκαμψη τον επόμενο χρόνο, δήλωσε στο Fairplay.
Στατιστικά και εκτιμήσεις
Στο μεταξύ, 27 VLCC έχουν παραγγελθεί από τις αρχές του έτους μέχρι το τέλος του Μαΐου και αντιπροσωπεύουν επίπεδα-ρεκόρ για τα τελευταία οκτώ χρόνια σύμφωνα με την Bimco. Η καθαρή αύξηση του στόλου των VLCC έφθασε στο 8,1% τον Φεβρουάριο του 2017, το υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2009.
Επίσης, έχουν παραγγελθεί από την αρχή του έτους 2,2 εκατ. dwt σε πλοία τύπου Suezmax και 1,1 εκατ. dwt σε Aframax. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Bimco, η ανάπτυξη του στόλου είναι αυτό ακριβώς που δεν χρειάζεται ο κλάδος αυτή την περίοδο. Ο αναλυτής της Οργάνωσης Peter Sand σχολίασε ότι οι ναύλοι στους κλάδους των δεξαμενόπλοιων μεταφοράς αργού και προϊόντων πετρελαίου αλλά και του ξηρού χύδην φορτίου πιέζονται και είναι σημαντικό η πρόσφατη αναθέρμανση της ναυπηγικής δραστηριότητας να αντικατοπτρίζει μια βραχυπρόθεσμη τάση.
Μία συνέχιση της τάσης αύξησης του αριθμού των παραγγελιών θα βάλει φρένο σε αυτή έστω την αργή διαδικασία βελτίωσης των ναυτιλιακών αγορών, πρόσθεσε.
Σύμφωνα με την BIMCO τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους έχουν υπογραφεί παραγγελίες για 22 δεξαμενόπλοια, συνολικής μεταφορικής ικανότητας 2,6 εκατομμύρια dwt., εκ των οποίων 1,9 εκατ. dwt αφορούν suezmax και 0,7 εκατ. dwt δεξαμενόπλοια μεταφοράς προϊόντων αργού. Η βιομηχανία δεξαμενόπλοιων αργού πετρελαίου αποτέλεσε τον κύριο κινητήριο μοχλό για την αύξηση της δραστηριότητας των νέων παραγγελιών για το σύνολο της ναυτιλίας. Για το πρώτο εξάμηνο του 2017, παραγγέλθηκαν συνολικά δεξαμενόπλοια μεταφορικής ικανότητας 11,8 εκατομμύρια dwt, με τα VLCC να καταλαμβάνουν το μερίδιο του λέοντος, με τα 27 πλοία να αντιπροσωπεύουν το 71% των νέων παραγγελιών.
Η BIMCO συνεχώς τονίζει την ανάγκη διαχείρισης της προσφοράς στη βιομηχανία δεξαμενόπλοιων μεταφοράς αργού πετρελαίου. «Είναι σημαντικό να χειριστεί κανείς την πλευρά της προσφοράς, καθώς η αύξηση της ζήτησης δεν θα στηρίξει την αγορά στον ίδιο βαθμό όπως και το 2016», προειδοποίησε ο Sand.