Από την έντυπη έκδοση
Των Νίκου Μπέλλου και Θάνου Τσίρου
Την αναγκαιότητα για λήψη πρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους αναμένεται να αποτυπώνουν οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες συντάχθηκαν μετά τη συμφωνία του Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Εκτός από το αναθεωρημένο κείμενο του μνημονίου, συντάσσεται η έκθεση συμμόρφωσης, αλλά και η αναθεωρημένη έκθεση βιωσιμότητας του χρέους (DSA).
Πληροφορίες από το περιεχόμενο των εκθέσεων που επικαλείται σε χθεσινό τηλεγράφημά του το πρακτορείο Bloomberg αναφέρουν ότι το βασικό σενάριο που έχει συντάξει η Κομισιόν προβλέπει ότι οι ετήσιες ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους θα ξεπεράσουν το όριο του 20% του ΑΕΠ παρά το γεγονός ότι το σενάριο αυτό στηρίζεται στην αισιόδοξη παραδοχή για αύξηση του ΑΕΠ κατά 3%-4% μέχρι και το 2060.
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το Bloomberg, αναφέρει ότι στη λήξη του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο του 2018 θα έχουν παραμείνει αδιάθετα περίπου 27,4 δισ. ευρώ από τα συνολικά 86 δισ. ευρώ που έχουν εγκριθεί ως χρηματοδοτικοί πόροι για την Ελλάδα. Απ’ αυτά τα 27,4 δισ. ευρώ, περίπου τα 9 δισ. ευρώ προορίζονται να αξιοποιηθούν για τη λεγόμενη προληπτική γραμμή πίστωσης (buffer). «Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα θα χρειαστεί επιπρόσθετα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών» φέρεται να αναφέρει η έκθεση.
Με βάση τη συμφωνία που έχει επιτευχθεί στο Eurogroup της 22ας Μαΐου 2016, οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης έχουν δεσμευτεί να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο ώστε οι ετήσιες ανάγκες της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση του χρέους να μην ξεπεράσουν το 15% μεσοπρόθεσμα και το 20% σε μακροχρόνια βάση. Με βάση την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους της Κομισιόν, οι ετήσιες ανάγκες θα πέσουν στο 9,3% του ΑΕΠ το 2020 από 17,5% το 2017, αλλά θα αυξηθούν ενδεχομένως και πάνω από το όριο του 20% μέχρι το 2045, σύμφωνα τουλάχιστον με το «βασικό σενάριο». Σε αυτό το πλαίσιο θεωρείται πιθανό να χρειαστούν και επιπρόσθετα μέτρα, όπως είναι η επέκταση της διάρκειας αποπληρωμής των δανείων, αλλά και η επιμήκυνση στις περιόδους χάριτος).
Το βασικό σενάριο προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 3%-4% ετησίως, πρόβλεψη η οποία είναι σαφώς πιο αισιόδοξη σε σχέση με την αντίστοιχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο και βλέπει τη μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στο 1%-1,2% περίπου. Παρά την αισιόδοξη εκτίμηση για την πορεία του ΑΕΠ, το βασικό σενάριο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξει κατακόρυφη αύξηση των ετήσιων αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους ειδικά μετά τα μέσα του 2030. Από το 2033 και μετά οι ετήσιες ανάγκες θα ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ και θα φτάσουν στο 56% το 2060, ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορεί να φτάσει και στο 241,4% μέχρι το 2060.
Εκτός από την απαισιόδοξη αναφορά όσον αφορά την πορεία του χρέους, οι συντάκτες της έκθεσης στέκονται και στην «αβεβαιότητα που περιβάλλει την ικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να διατηρήσουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τις επόμενες δεκαετίες μέχρι το 2060», ενώ η ανάπτυξη της οικονομίας εκτιμάται ότι μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά τόσο εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού όσο και εξαιτίας της μεταβολής στην παράμετρο της παραγωγικότητας.
Στις αρχές Ιουλίου η εκταμίευση των 7,7 δισ.
Μέσα στην πρώτη βδομάδα του Ιουλίου θα γίνει η εκταμίευση της δόσης των 7,7 δισ. ευρώ στην Ελλάδα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ).
Ειδικότερα, σε συνέντευξή στο CNBC ο επικεφαλής του ΕΜΣ Κλάους Ρέγκλινγκ τοποθέτησε χρονικά την εκταμίευση στις αρχές του επόμενου μήνα, χαρακτηρίζοντας ως «σημαντικό βήμα» την απόφαση του Εurogroup της 15ης Ιουνίου.
Με βάση την απόφαση αυτή, η Ελλάδα θα λάβει σε αυτή τη φάση 7,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 800 εκατ. ευρώ θα διατεθούν για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Άλλα 800 εκατ. ευρώ με τα οποία θα συμπληρωθεί το συνολικό ποσό της δόσης (8,5 δισ. ευρώ) θα εκταμιευθούν το φθινόπωρο επίσης για πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Πριν από την εκταμίευση θα πρέπει να δοθεί το «πράσινο φως» από κοινοβούλια της Ευρωζώνης, που προβλέπουν αυτή τη διαδικασία, όπως το γερμανικό, όπου χρειάζεται η έγκριση της αρμόδιας επιτροπής.
Σύμφωνα με τον κ. Ρέγκλινγκ, «παρότι υπήρξε καθυστέρηση, καταλήξαμε σε μία συμφωνία, η οποία είναι πολύ σημαντική, καθώς η Ελλάδα έχει να αποπληρώσει ένα μεγάλο ομόλογο τον Ιούλιο».
Σχετικά με το χρέος επανέλαβε ότι τα όποια μέτρα χρειαστούν, θα αποφασιστούν στο τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Στο μεσοδιάστημα, όπως είπε, θα γίνει μια ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους ώστε να υπάρξει σαφής εικόνα της ελάφρυνσης που θα χρειαστεί. Μάλιστα, όπως είπε, υπάρχει αρκετή αβεβαιότητα και έχει νόημα να αποφασιστούν τα μέτρα τώρα, ενώ συνέστησε υπομονή για τα επόμενα βήματα.
Ο κ. Ρέγκλινγκ επανέλαβε ό,τι το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, αυτή την περίοδο, είναι μικρότερο από το αντίστοιχο αρκετών χωρών της Ε.Ε., αλλά και των ΗΠΑ.
Υπενθυμίζεται ότι ο επικεφαλής του ΕΜΣ έχει δηλώσει τις τελευταίες μέρες ότι είναι εφικτή η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές φέτος ή πριν τη λήξη του προγράμματος, υπό την προϋπόθεση της πιστής εφαρμογής του προγράμματος.