Μήνυμα στη Γερμανία και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι πρέπει τώρα να παράσχουν σαφήνεια σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους προκειμένου να δώσουν ένα οριστικό μήνυμα στις αγορές ότι κανένας επενδυτής δεν χρειάζεται να φοβάται να επενδύσει στην Ελλάδα, στέλνει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος με συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.
Δηλώνει επίσης ετοιμότητα για μία συζήτηση με όλα τα μέρη που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις προκειμένου να διευκρινιστεί τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτό για την ελληνική πλευρά.
Διερωτάται αν υπάρχει κανείς που να επιθυμεί την αποτυχία του προγράμματος και υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται τόσο κοντά στην ανάκαμψη που θα ήταν αποτυχία για όλη την Ευρωζώνη να μην εκμηδενιστεί η πιθανότητα άλλης μίας ελληνικής κρίσης.
Για άλλη μία φορά καλεί όλες τις πλευρές να αναλάβουν τις ευθύνες τους προς όφελος της ευρωπαϊκής υπόθεσης στο σύνολό της. «Χρειαζόμαστε μία σαφή και αποφασιστική λύση στο επερχόμενο Eurogroup του Ιουνίου, που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να γυρίσει σελίδα από το παρελθόν και να κινηθεί πειστικά προς ένα καλύτερο μέλλον» σημειώνει.
Περιγράφοντας τι θα αποτελεί μία τέτοια λύση, προτάσσει τη σαφήνεια για το ελληνικό χρέος διευκρινίζοντας ότι «δεν είναι κάτι που απαραίτητα που πρέπει να γίνει τώρα, πρέπει όμως να αποφασιστεί τώρα» και η οποία σαφήνεια θα δείχνει στους επενδυτές τι μπορούν να αναμένουν, προκειμένου να εισέλθει η Ελλάδα σε μια πορεία βιώσιμου χρέους στα επόμενα χρόνια.
«Αν υπάρχει καλή θέληση, τότε η επιδίωξη μιας τέτοιας λύσης δεν αποτελεί κάτι που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης ευφυΐας» σχολιάζει.
Για τη στάση του ΔΝΤ
Ερωτηθείς για την αδυναμία οριστικής συμφωνίας και τη στάση του ΔΝΤ ο κ. Τσακαλώτος αφήνει αιχμές λέγοντας ότι «θα ήταν ομολογουμένως κάπως παράξενο να υπάρχει ένα συνολικό πακέτο μεταρρυθμίσεων με το οποίο έχει συμφωνήσει ΔΝΤ και την ίδια στιγμή το τελευταίο να αρνείται να συμμετάσχει σε αυτό καθαυτό το πρόγραμμα».
Πάντως εκφράζει την πεποίθηση ότι «με καλή θέληση όλων των πλευρών μπορούμε να καταλήξουμε σε μία συμφωνία στο Eurogroup του Ιουνίου, η οποία να παρέχει σαφήνεια στο θέμα του ελληνικού χρέους, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να οικοδομεί πάνω στην πορεία της προς συνολική ανάκαμψη».
Υπογραμμίζει ότι η μορφή της συμμετοχής του ΔΝΤ έχει σημασία μόνο στο βαθμό που δεν αποτελεί εμπόδιο στην επίτευξη μιας συνολικής συμφωνίας, η οποία να είναι αξιόπιστη για την κοινωνία, τις αγορές και τους πιστωτές.
Για την ελάφρυνση χρέους
Σε σχέση με το πακέτο των μέτρων για το χρέος, που τέθηκαν κατά το περασμένο Eurogroup και πρόκειται να εφαρμοστούν κατά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος ο κ. Τσακαλώτος τονίζει ότι δεν είναι αμελητέο ωστόσο αναφέρει ότι θα μπορούσαν να γίνουν παραπάνω πράγματα.
«Το πρόβλημα ήταν ότι το ΔΝΤ θεωρεί ότι το συνολικό πακέτο των μέτρων της ελάφρυνσης του χρέους που έχει παρουσιαστεί ως τώρα δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Τι επρόκειτο λοιπόν να γίνει με αυτή την εξέλιξη; Να έχουμε συμφωνήσει με το ΔΝΤ ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων προνομοθετημένων στο ελληνικό κοινοβούλιο, χωρίς να έχουμε, παράλληλα την σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ για την βιωσιμότητα του χρέους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε ληφθεί από τις αγορές ως αρνητικό σήμα, με αποτέλεσμα να βλάψει τις επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές μας και ενδεχομένως να αποδυναμώσει τις προοπτικές για ένα βελτιωμένο περιβάλλον πιστωτικής επέκτασης που παρέχεται από το τραπεζικό μας σύστημα» σημειώνει.
Αναφέρει ότι το θέμα με το ελληνικό χρέος δεν είναι καινούργιο. «Τώρα, μετά από σχεδόν δύο χρόνια ισχύος αυτού του προγράμματος, και με μόλις δεκατέσσερις μήνες να απομένουν ως το τέλος του, δεν είναι επιτέλους καιρός να σταματήσουν οι αναβολές; Δεν είναι καιρός για το ΔΝΤ να ξεκαθαρίσει τη θέση του; Δεν είναι καιρός να αποδείξουμε ότι η Ευρώπη μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της με αποτελεσματικά και έγκαιρα;» διερωτάται.
Για το QE
Χαρακτηρίζει ως πολύ σημαντικό να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ και τονίζει ότι κατανοεί γιατί στη Γερμανία υπάρχει τόσος σκεπτικισμός σχετικά με την ποσοτική χαλάρωση (QE), όταν τα επιτόκια είναι τόσο χαμηλά και ως εκ τούτου οι επενδυτικές ευκαιρίες για τα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλους επενδυτές είναι τόσο λίγες.
Ωστόσο τονίζει ότι στην Ελλάδα υπάρχει το αντίθετο πρόβλημα στην πραγματική οικονομία, με σημαντικά υψηλότερα επιτόκια και έλλειψη ρευστότητας (κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις).
Σχολιάζει πως «η ΕΚΤ, όπως ο Κύριος ημών, αποφασίζει κατά μυστήριον τρόπο» και εκτιμά ότι η απόφανση ως προς το εάν η Ελλάδα θα συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης βρίσκεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ.