Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Βελτιωμένο αλλά σε υψηλά επίπεδα παραμένει το κόστος χρήματος για τις εισηγμένες εταιρείες, καθώς περίπου ένα στα πέντε ευρώ που «παράγουν» ως λειτουργικό κέρδος δαπανάται στον βωμό του κόστους χρήματος.
Όπως αποδεικνύουν τα οικονομικά μεγέθη που ανακοίνωσαν για το 2016 οι εταιρείες, κατά την περσινή χρήση οι πληρωμές για τόκους και συναφή χρηματοοικονομικά έξοδα μειώθηκαν ελαφρά, ενώ την ίδια στιγμή τα λειτουργικά κέρδη σημείωσαν μεγάλη βελτίωση. Έτσι και η σχέση κόστους με τα EBITDA βελτιώθηκε, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει πως οι καταβολές για τόκους δεν διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, καθώς κινήθηκαν και πάλι κοντά στα επίπεδα του 1,8 δισ. ευρώ.
Πάντως, το κόστος αυτό είναι σαφώς βελτιωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές που η αντίστοιχη αναλογία τόκων προς EBITDA προσέγγιζε το ένα στα τρία ευρώ, ενώ η χρονιά ξεκίνησε με τη σχετική αναλογία να διαμορφώνεται στο ένα στα τέσσερα ευρώ. Όμως, σε μία περίοδο που η ρευστότητα αναζητείται με το μικροσκόπιο, κάθε ευρώ έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για τις εταιρείες.
Από την άλλη πλευρά βέβαια και οι αποπληρωμές τόκων αποτελούν διαδικασία ζωτικής σημασίας και για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Ειδικότερα, με βάση τα μεγέθη των οικονομικών καταστάσεων 180 εισηγμένων εταιρειών (δεν συμπεριλαμβάνεται ο χρηματοοικονομικός τομέας), κατά τη χρήση 2016 οι εταιρείες αυτές κατέβαλαν σε τόκους και συναφή χρηματοοικονομικά έξοδα 1,788 δισ. ευρώ, ποσό μειωμένο σε σχέση με το 2015, οπότε οι τόκοι που είχαν καταβληθεί ήταν της τάξης του 1,812 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφορά ανάμεσα στα δύο έτη είναι πολύ μικρή, ενώ και πάλι αποδεικνύεται από τις οικονομικές καταστάσεις ότι πολλές εταιρείες κατέβαλαν μέρος μόνο των υποχρεώσεων για κόστος χρήματος σε σχέση με αυτό το οποίο θα έπρεπε, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στον πίνακα των ταμειακών ροών της καθεμίας.
Να σημειωθεί επίσης ότι το 43% των συνολικών τόκων που κατέβαλαν οι εισηγμένες αφορά πληρωμές από 5 ομίλους, οι οποίοι σταθερά φαίνεται να είναι και οι καλύτεροι «πελάτες» του ελληνικού και διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή οι: ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΟΤΕ, Ελλάκτωρ και ΒΙΟΧΑΛΚΟ.
Η κατάσταση, λοιπόν, αν και δείχνει, όπως αναφέρθηκε, σαφώς καλύτερη λόγω κερδών, εξακολουθεί να αποδεικνύεται ακόμη πιεστική για τις επιχειρήσεις κι αυτό γιατί η σχετική αποκλιμάκωση που παρουσιάζει ο δανεισμός δεν μείωσε και το κόστος χρήματος.
Από την άλλη μεριά θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αύξηση των EBITDA επέτρεψε και τη σχετική αύξηση των καταβολών για τόκους, καθώς οι μισές εταιρείες εμφανίζονται με αυξημένο το συγκεκριμένο ποσό.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της Beta ΑΧΕΠΕΥ για την περσινή χρονιά, με συνολικά EBITDA για τις 180 εταιρείες, δηλαδή λειτουργικά κέρδη στα 8,55 δισ. ευρώ (από 7,47 δισ. ευρώ το 2015) και κόστος για τόκους 1.788 εκατ. ευρώ, προκύπτει ότι το περίπου 21% των λειτουργικών κερδών κατευθύνθηκε στην αποπληρωμή τόκων, έναντι του περίπου 25% το 2015.
Να επισημάνουμε εδώ πως μέσα σε αυτά δεν περιέχεται ούτε ένα ευρώ για αποπληρωμή από το αρχικά δανειζόμενο κεφάλαιο.
Ρευστότητα
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τη χρηματοοικονομική εικόνα των εταιρειών αφορά το ταμείο των επιχειρήσεων. Με βάση τα συγκεντρωτικά στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων, η συνολική ρευστότητα των 180 εισηγμένων υποχώρησε στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 στα 9,78 δισ. ευρώ έναντι 10,41 δισ. ευρώ στο τέλος του 2015, δηλαδή κατέγραψε μείωση της τάξης του 6,1%, μια μείωση όμως η οποία σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται στην κατά 1 δισ. ευρώ υποχώρηση του ταμείου των Ελληνικών Πετρελαίων.
Η δε συνολική ρευστότητα αντιστοιχεί περίπου στο 31% του συνολικού δανεισμού, όταν την ίδια στιγμή ο συνολικός δανεισμός δείχνει να έχει παρουσιάσει σχετική υποχώρηση μέσα στο 2016.
Υψηλότερος ο μακρο-πρόθεσμος δανεισμός
Σημειώνεται ότι και κατά την προηγούμενη χρήση διατηρήθηκε ο θετικός συσχετισμός μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανείων, με αποτέλεσμα ο μακροπρόθεσμος δανεισμός να είναι υψηλότερος του βραχυπρόθεσμου. Ειδικότερα, από τα συνολικά δάνεια του 2016 τα 10,44 δισ. ευρώ αφορούν τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό των εταιρειών, έναντι 12,01 δισ. στο τέλος του 2015. Την ίδια περίοδο ο μακροπρόθεσμος δανεισμός αυξήθηκε λίγο και διαμορφώνεται στα περίπου 21 δισ. ευρώ έναντι 20,54 δισ. ευρώ.
Ο δε καθαρός δανεισμός, δηλαδή το σύνολο των δανείων μείον τα διαθέσιμα, φαίνεται μειωμένος κατά 2,2%, στα 21,65 δισ. ευρώ από 22,13 δισ. ευρώ στο τέλος του 2015, κυρίως λόγω μείωσης του δανεισμού, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως. Να επισημάνουμε ακόμη ότι με βάση τα στοιχεία της Beta ΑΧΕΠΕΥ, από τις 180 εισηγμένες, 31 έχουν αρνητική δανειακή θέση, δηλαδή καθαρό ταμείο, ή περισσότερα μετρητά από δανεισμό.