Από την έντυπη έκδοση
Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Την άποψη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποφύγει την ακριβή χρηματοδότηση από τις αγορές, για τα επόμενα 10 χρόνια, και να στηριχτεί στα φτηνά δάνεια του ESM και σε δικούς της πόρους εκφράζει στη «Ν» ο Γερμανός οικονομολόγος, διευθυντής της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης CEPS, Ντάνιελ Γκρος. Θεωρεί μάλιστα ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει να κερδίσει πολλά από τη συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, υπό την έννοια ότι δεν θα έχει επίδραση στο εξωτερικό χρέος.
Στον αντίποδα, τονίζει ότι θεσμοί και κυβέρνηση έχουν παραμελήσει τις αιτίες που κρατούν χαμηλά τις εξαγωγές στην Ελλάδα, μια χώρα όπου είναι «δύσκολο να εισπράξεις φόρους» και άρα «καλύτερα να μειώσεις δαπάνες».
Ο Γερμανός οικονομολόγος, διευθυντής της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης CEPS, Ντάνιελ Γκρος
Ο ίδιος χαρακτηρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, ρεαλιστικό τον στόχο του 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα για τα επόμενα χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι το αποτέλεσμα του 2016 δεν ήταν συγκυριακό. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να στηρίζεται στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων αλλά στους δικούς της επιχειρηματίες και στις οικονομίες της. Όσο για τον Εμανουέλ Μακρόν; Φαίνεται πως κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς «έχει πει ότι επιθυμεί μια ισχυρή Ευρωζώνη και όχι τα χρήματα του Γερμανού φορολογούμενου». Μη αναστρέψιμη η απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ε.Ε. Ανεπαρκείς οι ενδείξεις για αύξηση των ανισοτήτων στην Ευρώπη.
Το 2016 η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 8 φορές υψηλότερο από τον στόχο. Αυτό ενισχύει την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους, αλλά στερεί πόρους από την οικονομία έπειτα από σχεδόν 7 χρόνια ύφεσης. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Υπήρξε πράγματι μια σημαντικά αυστηρή δημοσιονομική πολιτική το προηγούμενο έτος. Αυτό ήταν αναγκαίο, καθώς τα συνεχιζόμενα ελλείμματα θα καθιστούσαν αβέβαιο το μέλλον της χώρας στην Ευρωζώνη. Χάρη στην επίτευξη του πλεονάσματος, από εδώ και στο εξής λίγα επιπρόσθετα χρήματα χρειάζονται για την εξισορρόπηση των βιβλίων της κυβέρνησης και η οικονομία δεν θα επιβαρύνεται από επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή.
Όμως, το ελληνικό κράτος θα πρέπει να παραδίδει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2022, και αυτό λογικά θα απαιτήσει επιπρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή. Επίσης, υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο να μην έχεις ελλείμματα και στο να έχεις υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μακρά περίοδο.
Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 ξεπέρασε το 3,5% του ΑΕΠ. Αν αυτό δεν επιτεύχθηκε χάρη σε ειδικούς παράγοντες, το μόνο που έχει να κάνει η κυβέρνηση είναι να διατηρήσει τη δημοσιονομική πολιτική σε αυτό το επίπεδο, που σημαίνει ότι δεν απαιτείται περαιτέρω “σφίξιμο”. Μπορεί το επίπεδο το πλεονάσματος να είναι υψηλό, αλλά δεν χρειάζεται κάποια αλλαγή, και οι αλλαγές είναι που έχουν αντίκτυπο στην οικονομία».
Η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει περισσότερο να προέρχεται από την αύξηση των φόρων ή τη μείωση των δαπανών; Στην Ελλάδα βέβαια ένα μεγάλο μέρος των κρατικών δαπανών καταλήγει στην παροχή συντάξεων. Όμως, εργοδότες και εργαζόμενοι είναι έτσι αντιμέτωποι με αυξανόμενα φορολογικά βάρη που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη. Τι πιστεύετε;
«Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου είναι δύσκολο να εισπράξεις φόρους, δείχνει καλύτερο να μειώσεις δαπάνες, ακόμη κι αν αυτό θα έχει αντίκτυπο στις συντάξεις. Αν η οικονομία ανακάμψει, μπορεί να έρθει η στιγμή για μια πιο επεκτατική πολιτική στις συντάξεις».
Έχετε εκφράσει την άποψη ότι το στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί την ελληνική περίπτωση από τα υπόλοιπα παραδείγματα κρίσης στην Ευρωζώνη είναι η παράμετρος των εξαγωγών. Τι συνέβη με την Ελλάδα και τις εξαγωγές της τα τελευταία χρόνια;
«Το γεγονός ότι οι ελληνικές εξαγωγές δεν έχουν αυξηθεί, αποτελεί μυστήριο. Οι μισθοί έχουν μειωθεί πολύ. Θα έπρεπε να υπάρχει έκρηξη στις παραδοσιακές εξαγωγές και τον τουρισμό. Ωστόσο, αυτό δεν έχει συμβεί. Οι αριθμοί των τουριστών έχουν αυξηθεί, αλλά ξοδεύουν λιγότερα, επειδή φαίνεται να υπάρχει έλλειψη προσφοράς υψηλής ποιότητας εγκαταστάσεων και υπηρεσιών. Αυτός είναι ένας τομέας τον οποίο κατά τη γνώμη μου η κυβέρνηση και οι θεσμοί έχουν παραμελήσει».
Μπορεί η Ελλάδα να ελπίζει στην προσέλκυση επενδύσεων όσο παραμένουν τα capital controls στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
«Η ερώτηση-κλειδί δεν είναι η προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό, αλλά το γιατί οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν επενδύουν περισσότερες από τις εγχώριες αποταμιεύσεις. Η Ελλάδα θα πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτεί τις επενδύσεις που χρειάζεται για την ανοικοδόμηση με τις δικές της οικονομίες. Καμία χώρα δεν μπορεί να στηρίζεται για πάντα στα ξένα κεφάλαια».
Φαίνεται πως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι θέμα χρόνου. Ποιο είναι το βασικό σενάριο από εδώ και στο εξής για την Ελλάδα; Θα επιστρέψει το ελληνικό Δημόσιο στις αγορές μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018 ή θα χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα;
«Η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να επιστρέψει στις αγορές, καθώς η χρηματοδότηση εκεί είναι πολύ ακριβή. Κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να αποφύγει τη χρηματοδότηση από τις αγορές για τα επόμενα 10 χρόνια και να στηριχτεί στη χρηματοδότηση του ESM και σε δικούς της πόρους».
Θεωρείτε ότι μια απλή διατύπωση - δέσμευση, χωρίς νούμερα, για το ζήτημα του ελληνικού χρέους μετά το 2018 θα είναι αρκετή για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ;
«Δεν θα σημαίνει πολλά η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό που θα γίνει είναι ότι η κεντρική τράπεζα της Ελλάδας θα αγοράσει ελληνικά κρατικά ομόλογα, γεγονός που δεν θα κάνει καμία διαφορά στο τεράστιο εξωτερικό χρέος της Ελλάδας».
Θα λέγατε ότι η ατζέντα του Εμανουέλ Μακρόν δημιουργεί περισσότερα εμπόδια ή περισσότερες ευκαιρίες για τη γαλλογερμανική συνεργασία στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε.;
«Ο Εμανουέλ Μακρόν δημιουργεί ευκαιρίες για συνεργασία, αλλά θα πρέπει να κάνει συμβιβασμούς με τη Γερμανία. Θεωρώ πως θα είναι σε θέση να πετύχει μια συμφωνία, καθώς έχει πει ότι επιθυμεί μια ισχυρή Ευρωζώνη και όχι τα χρήματα του Γερμανού φορολογούμενου».
Θεωρείτε μη αναστρέψιμη την απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ε.Ε.;
«Απολύτως».
Ανήκετε στους αναλυτές που εντοπίζουν την αιτία της ανόδου του ευρωσκεπτικισμού στην αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων;
«Θεωρώ ότι είναι πολύ λίγες οι ενδείξεις περί αύξησης των ανισοτήτων συγκεκριμένα στην Ευρώπη και άρα δεν ανήκω σε αυτούς που το θεωρούν σήμερα ως το βασικό ζήτημα της Ευρώπης».