Από την έντυπη έκδοση
Τέσσερα είναι τα βασικά «κλειδιά» του νέου οδικού χάρτη για τις ομαδικές απολύσεις:
α) η κατάργηση του προεγκριτικού ελέγχου των ομαδικών απολύσεων και του βέτο του υπουργού Εργασίας που ισχύει επί 34 χρόνια με τον ν.1387/1983,
β) ο ρητά περιοριστικός χρόνος των 90 ημερών εντός των οποίων θα πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων από την ημέρα που ο εργοδότης θα προσκαλέσει σε δημόσια διαβούλευση τους εργαζόμενους,
γ) ο περιορισμός του ρόλου του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ) μόνο στον έλεγχο της διαδικασίας που αφορά τις υποχρεώσεις του εργοδότη, καθώς και των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και
δ) το τέταρτο σημείο που εισάγει ρητά το πολυνομοσχέδιο αφορά τις υποχρεώσεις του εργοδότη να τηρήσει τα προβλεπόμενα από τη διαδικασία, επισημαίνοντας πως εάν «τηρηθούν οι υποχρεώσεις του εργοδότη προς ενημέρωση και διαβούλευση», η διαδικασία των απολύσεων ολοκληρώνεται σε κάθε περίπτωση μέσα σε 90 ημέρες.
Όπως ρητά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, η προτεινόμενη διάταξη τροποποιεί το νομοθετικό πλαίσιο ελέγχου των ομαδικών απολύσεων με σκοπό την εναρμόνισή του με το αντίστοιχο κοινοτικό και παράλληλα εισάγει παρεμβάσεις στο στάδιο της πληροφόρησης και της διαβούλευσης του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.
Επίσης μεταφέρει τις αρμοδιότητες κοινοποίησης των εγγράφων και ελέγχου των απολύσεων από τον υπουργό Εργασίας στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας.
Ο εργοδότης, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, μπορεί να καταθέσει κοινωνικό πλάνο, δηλαδή μέτρα άμβλυνσης των επιπτώσεων της απόλυσης, όπως: ποσά αυτασφάλισης, ποσά για κατάρτιση-επανένταξη στην αγορά εργασίας, προτάσεις για αξιοποίηση προγραμμάτων ΟΑΕΔ κ.ά. (άρθρο 17).
Όπως επισημαίνουν νομικοί και εργατολόγοι, βασικός στόχος και επιδίωξη της κοινοτικής οδηγίας 98/59ΕΚ είναι να διασφαλιστεί ότι ο εργοδότης πριν από κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση θα ενημερώσει και θα διαβουλευτεί με τους εργαζομένους του έτσι ώστε να βρεθούν ισοδύναμα που θα είναι σε θέση να αποτρέψουν αυτές ή να μειώσουν τις συνέπειές τους.
1 Από την ημέρα που θα προσκαλέσει ο εργοδότης σε διαβούλευση τους εργαζόμενους αρχίζει η προθεσμία των 30 ημερών, εντός της οποίας θα πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις. Τα πρακτικά της διαβούλευσης υποβάλλονται από τον εργοδότη στο ΑΣΕ. Οι εργαζόμενοι μπορούν να καταθέσουν και αυτοί υπόμνημα επί των διαβουλεύσεων.
2 Αν υπάρξει συμφωνία των δύο μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται μέσα σε 10 ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του πρακτικού διαβούλευσης στο ΑΣΕ.
3 Αν δεν υπάρξει συμφωνία των δύο μερών, το ΑΣΕ με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδει «εντός αποκλειστικής προθεσμίας 10 ημερών» από την ημέρα υποβολής του πρακτικού διαπιστώνει «αν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις του εργοδότη προς ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, καθώς και η υποχρέωση κοινοποίησης των σχετικών εγγράφων».
Αν το ΑΣΕ κρίνει πως όλες οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις του εργοδότη τηρήθηκαν, τότε οι απολύσεις ισχύουν 20 ημέρες από την έκδοση της απόφασής του. Σε κάθε περίπτωση, οι απολύσεις ισχύουν 60 ημέρες από την κοινοποίηση του πρακτικού διαβούλευσης.
4 Σε ομαδικές απολύσεις που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής απόφασης δεν εφαρμόζονται τα προαναφερθέντα στα σημεία 2 και 3.
5 Συστήνεται τμήμα ελέγχου των ομαδικών απολύσεων με εκπροσώπηση του υπουργείου Εργασίας της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ.
Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις που προβλέπει το άρθρο 20 του σχεδίου νόμου, επιταχύνεται η ταχεία εκδίκαση των διαφορών μεταξύ εργαζομένων - εργοδοτών που μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια μιας απεργίας.
Το μέτρο δεν αφορά την ίδια τη νομιμότητα της απεργιακής κινητοποίησης, αλλά θέματα όπως, για παράδειγμα, «υπερημερίας του εργοδότη» είτε ως προς την αποδοχή της εργασίας είτε ως προς την καταβολή μισθού, για λόγους όμως που συνδέονται με την κήρυξη απεργίας στην επιχείρηση. Υπενθυμίζεται ότι η ανταπεργία (lock out) εξακολουθεί να απαγορεύεται.
Σήμερα ισχύουν οι ρυθμίσεις του ν.1264/81, σύμφωνα με τις οποίες για διαφορές που προκύπτουν από την κήρυξη απεργίας αποφασίζει το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κήρυξε την απεργία και σε επείγουσες περιπτώσεις οι πρόεδροι των δικαστηρίων μπορούν να προσδιορίσουν ακόμη και μέσα σε 5 ημέρες ώστε για διεξαχθεί η δίκη, ενώ η προθεσμία της έφεσης είναι τρεις ημέρες.