Από την έντυπη έκδοση
Των Αγγελικής Κοτσοβού και Νατάσας Στασινού
«Ανακωχή» μεταξύ των υπουργών Οικονομικών του G7 στη διένεξη με την κυβέρνηση Τραμπ για το παγκόσμιο εμπόριο, εμμένοντας στη δέσμευση να χρησιμοποιήσουν όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους για την τόνωση της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Εν αντιθέσει με το ανακοινωθέν του 2016, οι αξιωματούχοι του G7 στη συνάντησή τους στο Mπάρι δεν επανέλαβαν τη στήριξή τους στο ελεύθερο εμπόριο, απορρίπτοντας τον προστατευτισμό, αντικατοπτρίζοντας τις πιέσεις από τις ΗΠΑ και τον σκεπτικισμό της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι στις εμπορικές συμφωνίες.
Οι υπουργοί Οικονομικών και κεντρικοί τραπεζίτες των επτά περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών -ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Βρετανία- συναντήθηκαν στο Μπάρι της Ιταλίας για να συζητήσουν ζητήματα όπως τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας, την αντιμετώπιση της χρηματοδότησης τρομοκρατικών οργανώσεων, την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά και την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.
Στη συνάντηση, οι αξιωματούχοι του G7 προειδοποίησαν τις ΗΠΑ να μη θέσει σε κίνδυνο την παγκόσμια συναίνεση που επικρατεί σε τομείς όπως το εμπόριο και το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τον χρηματοοικονομικό τομέα, τομείς που έχουν δεχτεί έντονη κριτική από τον πρόεδρο Τραμπ.
Στο τελικό ανακοινωθέν κατά την ολοκλήρωση της συνάντησης, οι χώρες του G7 τόνισαν ότι θα χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία -δημοσιονομικά, διαρθρωτικά και νομισματικής πολιτικής- για την ενίσχυση της παγκόσμιας ανάπτυξης. Σύμφωνα με το ανακοινωθέν, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας, διατηρώντας παράλληλα το δημόσιο χρέος σε βιώσιμα επίπεδα, ενώ η νομισματική πολιτική πρέπει να συνδράμει στις προσπάθειες τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς όμως να πυροδοτεί υψηλό πληθωρισμό. «Επιβεβαιώνουμε τις υφιστάμενες δεσμεύσεις μας για συναλλαγματικές ισοτιμίες που καθορίζονται από τις δυνάμεις των αγορών και για στενή διαβούλευση όσον αφορά τις ενέργειες στις αγορές ξένου συναλλάγματος» αναφέρεται στο ανακοινωθέν, υπογραμμίζοντας τη σημασία να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις.
Εν αντιθέσει όμως με το ανακοινωθέν του G7 το 2016, στη συνάντηση του Μπάρι οι αξιωματούχοι δεν επανέλαβαν τη στήριξή τους στο παγκόσμιο εμπόριο και στην αποφυγή του προστατευτισμού, γεγονός που αντανακλά τις πιέσεις από την πλευρά της Ουάσιγκτον. Κάνοντας «ανακωχή», οι αξιωματούχοι του G7 επανέλαβαν τη δέσμευση στην οποία είχαν συμφωνήσει και οι εκπρόσωποι του G20 στη συνάντηση του Μαρτίου: «Εργαζόμαστε για την ενίσχυση της συνεισφοράς του εμπορίου στις οικονομίες μας».
«Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν διαφορετικά σημεία εκκίνησης, διαφορετικές απόψεις σε διαφορετικές χώρες», δήλωσε ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών και προεδρεύων των συνομιλιών Πιερ Κάρλο Πάντοαν.
Όπως και στις προηγούμενες συναντήσεις -τόσο στο πλαίσιο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον όσο και στη συνάντηση του G20 στο Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας- ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν αρνήθηκε να συναινέσει στην απόρριψη του προστατευτισμού. Στη συνάντηση του Μπάρι, ο Αμερικανός ΥΠΟΙΚ υποστήριξε ότι οι υπουργοί Οικονομικών απ’ τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες κατανοούν πλέον καλύτερα τι σημαίνουν οι πολιτικές του Αμερικανού προέδρου Τραμπ για τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο.
Η συνάντηση στο Μπάρι συνέπεσε με την είδηση για σημαντική «έφοδο» της κυβέρνησης Τραμπ στο παγκόσμιο εμπόριο, μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας για την ενίσχυση των εξαγωγών φυσικού αερίου και βοδινού προς την Κίνα, μια συμφωνία την οποία επισήμανε και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Η αμερικανική κυβέρνηση είναι αρκετά νέα και η συνεργασία βελτιώνεται... Οι ΗΠΑ μόλις κατέληξαν σε συμφωνία με την Κίνα. Είμαι σίγουρος ότι η ανάπτυξη θα συνεχιστεί, ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα επιδοθεί πιο στενά σε αυτή τη διαδικασία» δήλωσε ο κ. Σόιμπλε.
Παρά την αναθέρμανση των σχέσεων, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες χώρες του G7 σε άλλα ζητήματα, όπως το εμπόριο και η κλιματική αλλαγή. Οι αποκλίσεις θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε διαφωνίες κατά τη σύνοδο κορυφής του G7 που θα πραγματοποιηθεί εντός του μηνός στη Σικελία, ένα γεγονός που σηματοδοτεί την πρώτη συμμετοχή του Ντόναλντ Τραμπ σε διεθνή σύνοδο ως προέδρου των ΗΠΑ.
Σε θέση άμυνας ο Μνούτσιν
Σε θέση άμυνας βρέθηκε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν στο Μπάρι. Αν και απέφυγε να ανεβάσει τους τόνους ή να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τους ομολόγους του, ανέπτυξε εκτενώς την επιχειρηματολογία της αμερικανικής κυβέρνησης για τη νέα στάση στο εμπόριο και εξέφρασε μετά τη Σύνοδο την πεποίθηση ότι οι άλλες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη δεν ανησυχούν πια ιδιαίτερα για την ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ, έχοντας αντιληφθεί ότι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν επιθυμεί εμπορικό πόλεμο.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό υπουργό η κορυφαία οικονομική δύναμη του πλανήτη δεν θέλει να ακολουθήσει μία αυστηρή πολιτικού προστατευτισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα λάβει ορισμένα μέτρα προστατευτισμού, εάν κριθεί αναγκαίο για να θωρακίσει τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους της έναντι αθέμιτου ανταγωνισμού. «Δεν θέλουμε να είμαστε φορείς προστατευτισμού. Διατηρούμε, ωστόσο, το δικαίωμα να λαμβάνουμε μέτρα προστατευτισμού σε περιπτώσεις που πιστεύουμε ότι το εμπόριο δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε ελεύθερο ούτε δίκαιο» είπε χαρακτηριστικά στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε. «Η προσέγγισή μας έχει ως στόχο να διασφαλίσει μεγαλύτερη ισορροπία στο παγκόσμιο εμπόριο και αυτό είναι κάτι που αρχίζει να γίνεται αντιληπτό και από τους άλλους» συνέχισε ο κ. Μνούτσιν για να επισημάνει ότι «είναι όλοι πιο ήσυχοι τώρα που μας έχει δοθεί πια η ευκαιρία να μιλήσουμε και να ακούσουν το οικονομικό μήνυμα του προέδρου μας».
Παράλληλα ο Αμερικανός υπουργός υπενθύμισε ότι αυτό το διάστημα είναι σε στενή συνεργασία με την Γερουσία και τη Βουλή και των Αντιπροσώπων προκειμένου να καθοριστούν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου για την ευρεία φορολογική μεταρρύθμιση, που επιδιώκει η κυβέρνηση Τραμπ, και να κατατεθεί προς ψήφιση το συντομότερο δυνατό. Όπως είπε, έχει δοθεί έμφαση σε φοροελαφρύνσεις για την μεσαία τάξη, αλλά και σε κίνητρα που θα καταστήσουν τις επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές και θα δώσουν ώθηση στη δημιουργία θέσεων εργασίας.