Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τις επιπτώσεις από την εφαρμογή των θετικών μέτρων που περιλαμβάνονται στα δύο «πακέτα» (αυτό του 2019 και αυτό του 2020) θα επιδιώξει να προβάλει η κυβέρνηση εν όψει της συζήτησης του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή.
Και αυτό, προκειμένου να μετριαστεί ο αντίκτυπος από τη βίαιη μείωση στο καθαρό εισόδημα κυρίως των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων που προκαλεί το «κούρεμα» της έκπτωσης φόρου από τα 1.900 ευρώ που είναι σήμερα στα 1.250 ευρώ.
Αν υπάρξει ο δημοσιονομικός χώρος για την ενεργοποίηση των θετικών μέτρων, τότε εκτός από τη μείωση της έκπτωσης φόρου, το 2020 θα ενεργοποιηθούν:
1 Η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης μέσα από την εφαρμογή νέας κλίμακας υπολογισμού, η οποία προβλέπει μηδενικό συντελεστή για εισοδήματα έως και 30.000 ευρώ. Αυτό το μέτρο είναι προγραμματισμένο για το 2020.
2 Η μείωση του βασικού συντελεστή της κλίμακας υπολογισμού του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων από το 22% στο 20% επίσης από το 2020.
3 Η χορήγηση του επιδόματος στέγασης και του αυξημένου επιδόματος τέκνων από το 2019 (σ.σ.: τις λεπτομέρειες εφαρμογής των δύο επιδομάτων παρουσίασε χθες η «Ναυτεμπορική»).
Όπως φαίνεται και στον αναλυτικό πίνακα που δημοσιεύεται, σε περίπτωση που δεν υπάρξουν οι προϋποθέσεις για να ενεργοποιηθούν τα «καλά μέτρα» (σ.σ.: αυτό θα συμβεί αν κριθεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν ξεπερνά το 2,5% του ΑΕΠ είτε το 2019 είτε και το 2020) θα προκύψει αύξηση της παρακράτησης φόρου κατά 650 ευρώ τον χρόνο για όλους τους φορολογούμενους. Οι μοναδικοί που θα γλιτώσουν θα είναι όσοι εμφανίζουν ετήσιες αποδοχές κάτω των 5.681 ευρώ ετησίως (σ.σ.: είναι περίπου ένα εκατομμύριο οι οποίοι θα εξακολουθήσουν να καλύπτονται από το αφορολόγητο), αλλά και όσοι δηλώνουν πάνω από 170.000 ευρώ τον χρόνο (σ.σ.: και οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν έχουν αφορολόγητο λόγω υψηλού εισοδήματος).
Η εικόνα αλλάζει αν ενεργοποιηθούν τα «καλά μέτρα». Στον πίνακα αποτυπώνεται το ποσό φόρου που θα καλούνται να πληρώσουν οι φορολογούμενοι αν μειωθεί η εισφορά αλληλεγγύης, αλλά και ο πρώτος συντελεστής της κλίμακας (από το 22% στο 20%).
- Η μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος θα προκληθεί σε όσους δηλώνουν εισοδήματα από μισθούς της τάξεως των 9.000-12.000 ευρώ τον χρόνο, καθώς -παρά τη μείωση του βασικού συντελεστή- θα προκύψει πρόσθετος φόρος της τάξεως των 430-470 ευρώ.
- Για όσους δηλώνουν εισόδημα από 12.000 έως 22.000 ευρώ, οι απώλειες περιορίζονται αισθητά. Ξεκινούν από τα 410 ευρώ και μειώνονται όσο αυξάνει το εισόδημα. Στις 22.000 ευρώ, η μείωση της επιβάρυνσης από την εισφορά αλληλεγγύης αλλά και η μείωση του πρώτου συντελεστή από το 22% στο 20% υπερκαλύπτει πλήρως τις απώλειες από τη μείωση του αφορολόγητου.
- Πάνω από τις 22.000 ευρώ, η φορολογική επιβάρυνση μειώνεται παρά τη μείωση του αφορολόγητου. Το όφελος ξεκινάει από 70-120 ευρώ για τα εισοδήματα της τάξεως των 23.000-25.000 ευρώ και φτάνει έως και τα 1.300 ευρώ για τα πολύ υψηλά εισοδήματα. Για αποδοχές της τάξεως των 70-80.000 ευρώ προκύπτει όφελος της τάξεως των 700 ευρώ.
Από τους «χαμένους» χαμηλόμισθους, τις απώλειες θα κατορθώσουν να αναπληρώσουν μόνο όσοι πληρούν τα κριτήρια για αν εισπράξουν είτε το επίδομα ενοικίου (σ.σ.: μπορεί να φτάσει και τα 1.200 ευρώ τον χρόνο) είτε το αυξημένο επίδομα τέκνων.
Οι απώλειες
Ο συνδυασμός των αρνητικών και των θετικών μέτρων που έχουν δρομολογηθεί, θα επιφέρει σημαντικές απώλειες εισοδήματος σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, κυρίως χαμηλόμισθους χωρίς παιδιά με καλυμμένες τις στεγαστικές τους ανάγκες. Θα υπάρξουν όμως και κοινωνικές ομάδες για τις οποίες θα προκύψει οικονομικό όφελος. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν ελεύθεροι επαγγελματίες και επιτηδευματίες, φορολογούμενοι που ζουν στο ενοίκιο ή που πληρώνουν στεγαστικό δάνειο, οικογένειες με παιδιά και χαμηλά εισοδήματα όπως επίσης και φορολογούμενοι με υψηλά εισοδήματα (άνω των 22.000 ευρώ ετησίως), οι οποίοι και θα βγουν κερδισμένοι από τη σημαντική μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης.