Σπύρος Ρεπούσης στη «Ν»: Ανώτατο όριο χρέους και ρήξεις με το παρελθόν

Δευτέρα, 24 Απριλίου 2017 11:35
UPD:11:51
EUROKINISSI/ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Από την έντυπη έκδοση

Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Το ελληνικό Δημόσιο οδεύει σε νέο υψηλό κόστος εξυπηρέτησης των δανείων του από το 2022, γεγονός που καθιστά αναγκαία την ελάφρυνση του δανειακού βάρους στο εξωτερικό, αλλά κυρίως τη σταθερότητα και την ανάπτυξη στην Ελλάδα, με σταθερούς φόρους και διευκόλυνση των επενδύσεων. Ο δρ Σπύρος Ρεπούσης, συγγραφέας του βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας», από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, μαζί με τους Πάνο Καζάκο και Παναγιώτη Λιαργκόβα, μιλά στη «Ν» για το μεγαλύτερο σύμπτωμα της παραγωγικής κρίσης στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι η επόμενη μέρα απαιτεί ανώτατο όριο χρέους με συνταγματική αναθεώρηση. Κυρίως όμως απαιτεί ρήξεις με το παρελθόν.

Ο δρ Σπύρος Ρεπούσης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας», από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, μαζί με τους Πάνο Καζάκο και Παναγιώτη Λιαργκόβα.

Πώς εξελίσσεται το ζήτημα του ελληνικού χρέους και πού εντοπίζετε τη λύση;

«Στο άμεσο μέλλον η Ελλάδα, εάν άμεσα δεν προχωρήσει σε σχετικές ενέργειες, θα αντιμετωπίσει αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης των δανειακών της υποχρεώσεων ιδίως από το 2022, που λήγει η δεκαετής αναβολή καταβολής τόκων δανείων του EFSF.

H χρονική διάρθρωση των επιτοκίων δανεισμού στο μέλλον αναμένεται να μεταβληθεί προς το χειρότερο για τη χώρα μας. Όλα αυτά απαιτούν όχι μόνο μέτρα μείωσης του δανειακού βάρους, αλλά εφαρμογή πολιτικών που θα οδηγήσουν σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η ανάπτυξη, η πολιτική σταθερότητα, το σταθερό φορολογικό, επενδυτικό, δικαστικό πλαίσιο και η προσέλκυση επενδύσεων είναι προαπαιτούμενα και αναγκαίες συνθήκες για να βελτιωθεί η ικανότητα αποπληρωμής των δανείων. Για παράδειγμα, η βελτίωση της θέσης κατάταξης της Ελλάδας στη λίστα χωρών που δημοσιεύει η Διεθνής Διαφάνεια και η Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με Doing Business, μπορεί να βελτιώσει την επιχειρηματική δραστηριότητα, που σήμερα είναι ο κύριος παράγοντας αύξησης του ΑΕΠ.

Όλα όμως απαιτούν στοχευμένη δράση και άμεσο αποτέλεσμα, προκαλώντας ρήξεις σε σχέση με το παρελθόν».

Ο υπερδανεισμός του κράτους συνδέεται αναπόφευκτα με τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης. Διακρίνετε τα τελευταία χρόνια σοβαρά βήματα εκσυγχρονισμού του ελληνικού Δημοσίου;

«Σίγουρα έχουν γίνει βήματα εκσυγχρονισμού του ελληνικού Δημοσίου, αλλά ιδίως οι εξωτερικοί θεσμικοί παράγοντες υπερεκτίμησαν το μέγεθος και την ταχύτητα των επιπτώσεων που ανέμεναν από τις μεταρρυθμίσεις, αφού δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη οι περιορισμοί της οικονομικής δομής της χώρας».

Από τη στιγμή που χρεοκοπεί το κράτος, εκείνο είναι που πρέπει να σηκώσει το βάρος και όχι ο ιδιωτικός τομέας. Πρώτον, είναι έτσι; Δεύτερον, τι συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας;

«Πραγματικά έτσι είναι. Το κράτος πρέπει πρώτα να σηκώσει το βάρος παρότι είναι φυσικό λόγω αλληλεξάρτησης και αλληλοσύνδεσης να επηρεαστεί και ο ιδιωτικός τομέας.

Απαιτούνταν εξαρχής η κατανόηση της έκτακτης ανάγκης και η αίσθηση του επείγοντος για μείωση δαπανών, στοχοποίηση της φοροδιαφυγής, μείωση του πελατειακού κράτους και μείωση φαινομένων αυθαιρεσίας και διαφθοράς σε όλους τους τομείς.

Επίσης, είναι η αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να παράγει πλεονάσματα όταν η οικονομία πάει καλά, όταν η οικονομία ανακάμπτει, όταν οι ρυθμοί μεγέθυνσης είναι υψηλοί, ώστε να υποστηρίζει ελλείμματα, όταν αυτό χρειάζεται, όταν δηλαδή, η οικονομία είναι σε ύφεση και η αντικυκλική πολιτική είναι αναγκαίο εργαλείο μακροοικονομικής σταθεροποίησης.

Στην Ελλάδα η βασική αιτία της ύπαρξης ελλειμμάτων, είναι οι αδύναμοι δημοσιονομικοί θεσμοί.

Είναι σκόπιμο στη χώρα μας κατά την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να τεθεί ανώτατο όριο δημόσιου χρέους».

Ακούει κανείς συχνά το επιχείρημα «δεν φταίμε εμείς που δανειστήκαμε, αλλά εκείνοι που μας δάνειζαν». Ποια είναι η γνώμη σας;

«Σε ένα πρόβλημα δημόσιου χρέους συνήθως δεν φταίει μόνο ένας. Δεν πρέπει όμως να αναζητάμε ευθύνες μόνο στον δανειστή, αλλά να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να διορθωνόμαστε.

Είναι αλήθεια ότι δεν ακολουθήθηκε η δέουσα πιστοληπτική αξιολόγηση των κρατικών ομολόγων και δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη ούτε από τους επενδυτές.

Η μέση ετήσια απόδοση των ελληνικών δεκαετών ομολόγων ήταν το 2002 μόλις κατά 31,52 μονάδες βάσης υψηλότερη από την αντίστοιχη απόδοση των δεκαετών ομολόγων του γερμανικού δημοσίου, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική πιστοληπτική ικανότητα των χωρών.

Από την άλλη όμως πλευρά δεν είναι εύκολο να αποδείξεις την κακοπιστία του δανειστή με αντικειμενικά στοιχεία αποκλειστικά κατά τη χρονική στιγμή λήψης της απόφασης χορήγησης δανείου.

Πρέπει να διαπιστώνεται άμεσος δόλος του δανειστή, δηλαδή ότι ο δανειστής γνώριζε πως η χορήγηση δανείων σε μια χώρα θα τη ζημίωνε και ήθελε να προκαλέσει τη ζημία στη χώρα.

Ακόμα και εάν κατορθώσεις να την αποδείξεις ως χώρα, τότε δεν θα υπάρχει ενδιαφέρον από άλλους δανειστές μελλοντικά να παρέχουν πίστωση».

Η Ελλάδα, στο βάθος των χρόνων, πληρώνει τα χρέη της;

«Από τη μελέτη προκύπτουν οδυνηρά επαναλαμβανόμενα μοτίβα που ταλαιπωρούν το ελληνικό κράτος από τη σύστασή του και δεν συνδέονται μόνο με την αριθμητική υπέρβαση των δαπανών έναντι των εσόδων, αλλά κυρίως συνδέονται με ένα διαχρονικό έλλειμμα αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους.

Σχετικά με το εάν πληρώνει τα χρέη της, να σας αναφέρω ότι ο τελικός διακανονισμός όλων των προπολεμικών χρεών της Ελλάδας έγινε από τον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1952-1953».

Πώς αξιολογείτε τις επιδόσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε. σε σχέση με τον στόχο του Μάαστριχτ για δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ;

«Τα κριτήρια αυτά τέθηκαν με απώτερο σκοπό την ομαλή αριθμητική ενοποίηση-σύγκλιση των κρατών μελών.

Με βάση ετήσια στοιχεία της Eurostat, το 2015, το μικτό χρέος της Γενικής Κυβέρνησης των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανερχόταν στο 85% του ΑΕΠ, σημαντικά υψηλότερο από το όριο του Μάαστριχτ.

Αναλυτικότερα ανερχόταν στο 105,8% στο Βέλγιο, στο 132,3% στην Ιταλία, στο 96,2% στη Γαλλία, στο 129% στη Πορτογαλία, στο 71,2% στη Γερμανία. Από την αρχή της κρίσης, παρατηρήθηκε αύξηση του δημόσιου χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Πρακτικά, πόση σημασία έχει αν το χρέος θα είναι 60% ή 100% του ΑΕΠ; Μήπως είναι άλλοι οι παράγοντες που καθορίζουν πιο δραστικά την πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας;

«Η πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας εξαρτάται από πληθώρα παραγόντων όπως ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης της χώρας, η αποταμίευση, οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, ο πληθωρισμός, η παραγωγικότητα, οι εξαγωγές, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης και το πρωτογενές πλεόνασμα ή έλλειμμα, το συνολικό ύψος του χρέους, το επιτόκιο δανεισμού της χώρας και των επιχειρήσεών της, το επίπεδο των θεσμών, η φιλικότητα στην προσέλκυση και υλοποίηση ξένων επενδύσεων».

Είναι το ύψος της ονομαστικής αξίας ή το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης που έχει μεγαλύτερη σημασία για τη βιωσιμότητα του χρέους;

«Μεγαλύτερη σημασία για τη βιωσιμότητα χρέους έχει το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης.

Το έτος 2011, το άθροισμα των τόκων και των χρεολυσίων αντιστοιχούσε στο 21,57% του ΑΕΠ και στο 83,4% των δημόσιων εσόδων, στοιχεία που καθιστούσαν αδύνατη την αποπληρωμή των δανείων και ταυτόχρονα τη λειτουργία της οικονομίας και τη χάραξη αναπτυξιακής πολιτικής.

Το θετικό στοιχείο σήμερα είναι ότι πλέον η συζήτηση για τη βιωσιμότητα ή θα έλεγα καλύτερα για τη διατηρησιμότητα του δημόσιου χρέους μετατοπίζεται από τον λόγο του χρέους στο ΑΕΠ και εστιάζεται στην εξέλιξη των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών.

Στην περίπτωση της χώρας μας η εξέλιξη του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη για τη δυνατότητα εξυπηρέτησής του, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη: α) τις ιδιαιτερότητες της διάρθρωσής του γιατί κυρίως το χρέος βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια κρατικών φορέων και θεσμικών εταίρων και β) των επιμέρους ρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί, στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής.

Για παράδειγμα, στη συνεδρίαση του Eurogroup, στις 5 Δεκεμβρίου 2016, εγκρίθηκε μια δέσμη βραχυπρόθεσμων μέτρων, η οποία, όπως εκτιμάται από τον ESM, αναμένεται να μειώσει, σε βάθος χρόνου, το δημόσιο χρέος κατά 22 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, καθώς και τις ετήσιες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημόσιου κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Όλα αυτά συμβάλλουν στη βελτίωση της διατηρησιμότητας του χρέους, αλλά δεν επαρκούν για τη διασφάλιση της παραμονής των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών σε διατηρήσιμα επίπεδα μακροπρόθεσμα. Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ θα προέλθει κυρίως από την αύξηση του παρονομαστή».



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα