Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ήθελε να επιτύχει η ελληνική κυβέρνηση θα έχει το πακέτο με τα μέτρα και τα αντίμετρα. Επί δύο χρόνια το υπουργείο Οικονομικών περνάει διατάξεις που επιβαρύνουν κυρίως τη μεσαία τάξη αλλά και τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας. Αυτή τη φορά, όμως, ο «λογαριασμός» θα φτάσει στους χαμηλόμισθους και στους χαμηλοσυνταξιούχους, ειδικά αυτούς που δεν έχουν προστατευόμενα μέλη, ενώ οι επιχειρήσεις αλλά και αυτοί που δηλώνουν τα υψηλότερα εισοδήματα μπορεί να τύχουν ακόμη και φορολογικών ελαφρύνσεων.
Το πακέτο των μέτρων και των αντίμετρων βρίσκεται σε φάση οριστικοποίησης καθώς οι αντεγκλήσεις που προκαλούν και τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της τεχνικής συμφωνίας αφορούν κυρίως τη «δοσολογία» (δηλαδή πότε θα γίνει η περικοπή των συντάξεων και πότε η περικοπή του αφορολόγητου) και όχι τόσο το περιεχόμενο το οποίο ουσιαστικά έχει «κλειδώσει».
Από τις πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει μέχρι στιγμής, είναι προφανής ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας:
1. Η ενσωμάτωση στο πακέτο με τα «θετικά μέτρα» της μείωσης του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% που είναι σήμερα στο 20%, θα ευνοήσει όλους ανεξαιρέτως τους φορολογούμενους που δηλώνουν ατομικό εισόδημα πάνω από το επίπεδο του νέου αφορολόγητου (σ.σ.: πιθανότατα η έκπτωση φόρου κλειδώνει στα 1.300 ευρώ, που μεταφράζεται σε αφορολόγητο 5.910 ευρώ με τον πρώτο συντελεστή στο 22% ή στα 6.500 ευρώ με τον πρώτο συντελεστή στο 20%). Υπενθυμίζεται ότι ο συντελεστής του 22% εφαρμόζεται σήμερα για το τμήμα του εισοδήματος μέχρι και τις 20.000 ευρώ. Όμως, επειδή το εισόδημα φορολογείται κλιμακωτά, ωφελημένοι από τη μείωση του συντελεστή θα βγουν ακόμη και αυτοί που δηλώνουν πολύ υψηλά εισοδήματα. Είναι ενδεικτικό ότι παρά τη μείωση του αφορολόγητου, όσοι -ελάχιστοι- δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 170.000 ευρώ τον χρόνο όχι μόνο δεν θα πληρώσουν επιπλέον φόρο, αλλά θα έχουν και φορολογική ελάφρυνση λόγω της μείωσης του φορολογικού συντελεστή η οποία μπορεί να φτάσει ακόμη και στα 400 ευρώ τον χρόνο. Δηλαδή, στο καλύτερο σενάριο που προβλέπει τη μείωση του αφορολόγητου -έστω και σταδιακά στα δύο χρόνια, 2019 και 2020, αλλά και τη μείωση του πρώτου συντελεστή της κλίμακας από το 22% στο 20%- οι πολλοί που δηλώνουν εισοδήματα της τάξεως των 10.000 ευρώ θα επιβαρυνθούν με πρόσθετο φόρο της τάξεως των 300-400 ευρώ και οι λίγοι που δηλώνουν πολύ υψηλές αποδοχές άνω των 170.000 ευρώ θα κερδίσουν έως και 400 ευρώ.
2. Οι επιχειρήσεις θα βγουν κερδισμένες καθώς στην περίπτωση που δημιουργηθεί ο δημοσιονομικός χώρος για την εφαρμογή των «θετικών μέτρων» (σ.σ.: αυτό θα γίνει αν στο τέλος του 2018 κριθεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα κλείσει στο 3,5% το 2019 ή αν στο τέλος του 2019 προκύψει το ίδιο για το 2020) ο φορολογικός συντελεστής θα μειωθεί από το 29% που είναι σήμερα στο 26%. Δημοσιονομικά αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα ελαφρυνθούν κατά τουλάχιστον 350-400 εκατ. ευρώ τον χρόνο, δεδομένου ότι ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων αποδίδει περίπου 4 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ειδικά κατά το πρώτο έτος εφαρμογής των μειωμένων συντελεστών το όφελος για τις επιχειρήσεις θα είναι πολύ σημαντικό, καθώς εκτός από τη μείωση του συντελεστή θα ψαλιδιστεί και η προκαταβολή φόρου για την επόμενη χρονιά. Στις 100.000 ευρώ κέρδος, η εταιρεία θα έχει ήδη πληρώσει από το προηγούμενο έτος 29.000 ευρώ ως προκαταβολή. Έτσι, με το που θα γίνει η μείωση του συντελεστή η εταιρεία θα επιβαρυνθεί -για τα ίδια κέρδη- με 26.000 ευρώ φόρο και 26.000 ευρώ προκαταβολή για το επόμενο έτος. Θα αφαιρέσει όμως τα 29.000 ευρώ που έχουν ήδη προκαταβληθεί και τελικώς θα εκταμιεύσει 23.000 ευρώ αντί για 29.000 που θα πλήρωνε χωρίς τη μείωση του συντελεστή.
3. Για τον ΕΝΦΙΑ η κυβέρνηση φέρεται να έχει εξασφαλίσει την έγκριση να προχωρήσει σε μείωση του βεβαιωθέντος ποσού κατά 200 εκατ. ευρώ. Με βάση τις αξίες του 2016, το συνολικό ποσό που βεβαιώνεται σε περίπου έξι εκατομμύρια ιδιοκτήτες ανέρχεται στα 3,2 δισ. ευρώ. Έτσι δημιουργείται το περιθώριο για μείωση του συνολικού φόρου περίπου κατά 6%. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει εξαγγείλει από το βήμα της ΔΕΘ ότι θέλει να απαλλάξει από τον ΕΝΦΙΑ όσους δηλώνουν εισοδήματα έως 9.000 ευρώ. Πρόκειται για περίπου 1,3 εκατομμύριο ιδιοκτήτες οι οποίοι και σήμερα έχουν έκπτωση φόρου κατά 50%.
Η απαλλαγή αυτών των προσώπων από την επιβάρυνση του ΕΝΦΙΑ έχει δημοσιονομικό κόστος της τάξεως των 90 εκατ. ευρώ.
Αν υλοποιηθεί αυτή η κυβερνητική δέσμευση, «περισσεύουν» και περίπου 110 εκατ. ευρώ για πρόσθετες μειώσεις στους συντελεστές του ΕΝΦΙΑ. Αυτά τα ποσά, όμως, δεν είναι δεδομένο ότι θα κατευθυνθούν στους οικονομικά ασθενέστερους, καθώς κατά τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το εισόδημα.
Το βασικό κριτήριο υπολογισμού του φόρου είναι η περιοχή στην οποία βρίσκεται (δηλαδή η τιμή ζώνης) και η επιφάνειά του. Είναι προφανές ότι ένα ακίνητο σε μια φθηνή περιοχή της χώρας μπορεί να ανήκει ακόμη και σε έναν μεγαλοϊδιοκτήτη, οπότε ακόμη και αν μειωθεί ο φόρος ανά τετραγωνικό στις οικονομικότερες περιοχές της χώρας είναι πολύ πιθανό να τύχουν καλύτερης μεταχείρισης και οι πιο εύποροι φορολογούμενοι.
Οι συνέπειες στα χαμηλότερα στρώματα
Την ίδια στιγμή που οι μέτοχοι των επιχειρήσεων, οι υψηλόμισθοι και -πιθανώς- ορισμένοι ιδιοκτήτες ακινήτων θα ευνοούνται, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι θα καλούνται να χάσουν σημαντικό τμήμα του εισοδήματός τους. Ειδικά οι συνταξιούχοι που θα υποστούν απώλειες και από τη μείωση του αφορολόγητου, αλλά και από τη μείωση της ονομαστικής σύνταξης, κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με απώλεια άνω της μιας σύνταξης. Ειδικότερα:
1. Από μόνη της η μείωση της φορολογικής έκπτωσης στα 1.300 ευρώ (από 1.900 ευρώ που είναι σήμερα) προκαλεί οριζόντια αύξηση του φόρου εισοδήματος κατά 600 ευρώ τον χρόνο. Για τους χαμηλόμισθους και τους χαμηλοσυνταξιούχους η μείωση αυτή μπορεί να αντιστοιχεί στο 5%-6% του ετήσιου εισοδήματος, ενώ όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημα τόσο μικρότερη είναι η επιβάρυνση αναλογικά. Έτσι, σε ετήσιο εισόδημα 8.000 ευρώ ο φόρος από μηδενικός που είναι ανεβαίνει στα 460 ευρώ, ενώ για εισόδημα 9.000 ευρώ από 80 ευρώ που είναι σήμερα ο φόρος ανεβαίνει στα 680 ευρώ, με τη μείωση του ετήσιου εισοδήματος να εκτοξεύεται στο 6,67%. Αν επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος και ενεργοποιηθεί η μείωση του συντελεστή από το 22% στο 20%, τότε ο μισθωτός ή ο συνταξιούχος που δηλώνει εισόδημα 8.000 ευρώ, αντί για 460 ευρώ επιπλέον θα επιβαρυνθεί με 300 ευρώ, ενώ ο εργαζόμενος των 10.000 ευρώ αντί για 900 ευρώ θα επιβαρυνθεί με 700 ευρώ, δηλαδή 200 ευρώ λιγότερα (σ.σ.: σήμερα στις 10.000 ευρώ αντιστοιχεί φόρος 300 ευρώ). Είναι σαφές επομένως ότι οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι θα επιβαρυνθούν ακόμη και αν ισχύσουν και τα θετικά μέτρα.
2. Η μεγάλη απειλή για τους συνταξιούχους είναι η μείωση της ονομαστικής σύνταξης, η οποία είναι εξαιρετικά πιθανό να ξεκινήσει από το 2019, αλλά σε συνδυασμό και με τη μείωση του αφορολόγητου δημιουργείται ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Συνταξιούχος με ετήσιες αποδοχές από συντάξεις της τάξεως των 15.000 ευρώ, εισπράττει σήμερα καθαρά περίπου 13.534 ευρώ μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος. Αν οι ονομαστικές αποδοχές του περιοριστούν από το 2019, από τις 15.000 ευρώ στις 13.000 ευρώ, τότε τα καθαρά που θα του απομένουν (μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος ο οποίος πλέον θα υπολογίζεται με το μειωμένο αφορολόγητο) θα είναι 11.678 ευρώ. Δηλαδή, ο συνταξιούχος των 15.000 ευρώ θα πρέπει να συμβιβαστεί με 1.856 ευρώ λιγότερα, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 14% του ετήσιου εισοδήματος. Ουσιαστικά χάνεται ολόκληρη η 12η σύνταξη και το μεγαλύτερο μέρος της 11ης.
«Έως τις 5.600 ευρώ πέφτει το αφορολόγητο»
▼Μεγαλύτερη θα είναι η «θυσία» του αφορολόγητου ορίου στον «βωμό» της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης, με στόχο την επίτευξη της πολυπόθητης τεχνικής συμφωνίας.
Το επαχθέστατο για όλους τους φορολογούμενους σχέδιο, που έχει αποδεχθεί το οικονομικό επιτελείο για να κλείσει τον «φάκελο» των φορολογικών, προβλέπει μείωση του αφορολόγητου ορίου στα 5.600 ευρώ για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες χωρίς παιδιά, με κλιμάκωσή του υψηλότερα έως και τα 5.900 ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων.
Στην αποκάλυψη μάλιστα αυτή προχώρησε ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Θανάσης Παπαχριστόπουλος, ο οποίος μιλώντας στο Real.FM ανέφερε πως «οδεύουμε στο κλείσιμο της τεχνικής συμφωνίας», τονίζοντας μάλιστα ότι το αφορολόγητο όριο πέφτει στις 5.900 ευρώ για τους παντρεμένους και στις 5.600 ευρώ για τους άγαμους.
Υπενθυμίζεται ότι τα νέα όρια του αφορολόγητου ορίου είχαν τεθεί στο τραπέζι της ενημέρωσης που έκανε το οικονομικό επιτελείο, Ευκλείδης Τσακαλώτος και Έφη Αχτσιόγλου, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Τα αντίμετρα
Το «καλάθι» με τα θετικά μέτρα θα περιλαμβάνει και αρκετές «στοχευμένες» παρεμβάσεις οι οποίες και θα αποσκοπούν στο να μετριάσουν τις απώλειες εισοδήματος για συγκεκριμένες κατηγορίες χαμηλόμισθων και συνταξιούχων. Ειδικά για τους τελευταίους που φαίνεται ότι θα αποτελέσουν και τα μεγαλύτερα θύματα αυτού του πακέτου μέτρων προωθείται η μείωση της εισφοράς για τα φάρμακα (σ.σ.: θα μηδενιστεί για συντάξεις κάτω των 700 ευρώ, ενώ θα μειωθεί κατά 25%-50% για συντάξεις άνω των 700 ευρώ).
Προφανώς το όφελος δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί καθώς εξαρτάται από την κατανάλωση φαρμάκων του κάθε συνταξιούχου. Για τις οικογένειες με παιδιά προωθείται η αύξηση του επιδόματος που καταβάλλεται μέσω του ΟΓΑ από τα επίπεδα των 26-40 ευρώ ανά παιδί που είναι σήμερα, ειδικά για τους χαμηλόμισθους. Αντίστοιχη εισήγηση είχε κάνει με την έκθεσή της και η Παγκόσμια Τράπεζα. Για τις οικογένειες με παιδιά, η αύξηση του επιδόματος μπορεί ακόμη και να εκμηδενίσει τις απώλειες από τη μείωση της φορολογικής έκπτωσης.
Το δημοσιονομικό κόστος αυτού του μέτρου, που εντάσσεται στο «καλό πακέτο», μπορεί να φτάσει και στα 400 εκατ. ευρώ. Ωφελημένες θα βγουν οι οικογένειες των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων και από την επαναφορά του επιδόματος θέρμανσης στα επίπεδα του 2014, με τη δαπάνη να ανεβαίνει και πάλι στα 200 εκατ. ευρώ (από 110 εκατ. ευρώ που είναι σήμερα). Ο διπλασιασμός της δαπάνης θα οδηγήσει πιθανότατα και σε αύξηση του ποσού της επιδότησης ανά λίτρο. Στοχευμένο, τέλος, για τις οικογένειες με μικρά παιδιά θα είναι και το επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού, ώστε το κόστος να είναι μηδενικό.