Από την έντυπη έκδοση
Χαμηλή κερδοφορία και υψηλό δανεισμό που τις καθιστά «ευάλωτες» έχει το 41% των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ ο υψηλός δανεισμός είναι επιβαρυντικός παράγοντας και στο 36,4% των επιχειρήσεων που έχουν καλύτερες επιδόσεις. Λίγες είναι, αλλά υπάρχουν παρά την κρίση, οι επιχειρήσεις με υψηλή κερδοφορία και ρευστότητα, που αντιστοιχούν στο 8,4% του συνόλου, ενώ ένα ποσοστό 14,3% εμφανίζει ζημίες και δυσκολία εξυπηρέτησης του δανεισμού.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς δρ. Ηλίας Λεκκός και οι συνεργάτες του επιχειρούν να καταγράψουν την εικόνα της ελληνικής επιχειρηματικότητας στο πλαίσιο του δύσκολου έργου που έχουν οι τράπεζες να διαχειριστούν το δυσθεώρητο ύψος των προβληματικών δανείων. Οι αναδιαρθρώσεις αναδεικνύονται στο κρίσιμο στοίχημα της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.
Οι οικονομολόγοι της Πειραιώς δημιούργησαν ένα τετραβάθμιο σύστημα αξιολόγησης των επιχειρήσεων, το Enterprise Rating System (ERS), το οποίο παρέχει μια ολιστική αποτύπωση της εγχώριας επιχειρηματικής δραστηριότητας, με βάση τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις, όπως προκύπτουν από την ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων. Χρησιμοποιήθηκαν τρεις βασικοί δείκτες: η ρευστότητα (γενική και άμεση), η αποδοτικότητα (περιθώριο EBITDA και αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων) και η φερεγγυότητα (ξένα προς ίδια κεφάλαια, βαθμός κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών, καθαρός δανεισμός προς EBITDA).
Από την εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης επιχειρήσεων ERS σε δείγμα 3.436 επιχειρήσεων και με βάση τα μεγέθη του 2015, παρατηρήθηκε ότι το 2015 η δομή της ελληνικής επιχειρηματικότητας προσομοιάζει με τη μορφή ενός ρομβοειδούς σχήματος: Οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι καλής (b) και μεσαίας (c) επίδοσης με ποσοστά 36,4% και 40,8% αντίστοιχα. Οι επιχειρήσεις που υπεραποδίδουν (a) είναι μόλις το 8,4% και εκείνες που υποαποδίδουν (d) είναι το 14,3% του δείγματος. Στην κατηγορία a, οι μόλις 289 επιχειρήσεις του δείγματος εμφανίζουν υπεραπόδοση σε όρους κερδοφορίας σε σχέση με τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται, έχουν υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, με το περιθώριο EBITDA να φτάνει στο 24,8% και την αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων στο 20,6% κατά μέσο όρο, και χαμηλό βαθμό μόχλευσης, καθώς το χρέος τους αναλογεί σε μόλις το μισό των ιδίων κεφαλαίων, ενώ η ρευστότητα είναι υψηλή, με το κυκλοφορούν ενεργητικό να καλύπτει σχεδόν κατά 3,8 φορές τις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις.
Στην κατηγορία b, οι εταιρείες καταγράφονται με χαμηλότερο, αλλά ικανοποιητικό επίπεδο ρευστότητας, καθώς το κυκλοφορούν ενεργητικό αναλογεί κατά 2,5 φορές τις τρέχουσες υποχρεώσεις. Τα επίπεδα λειτουργικής κερδοφορίας είναι ικανοποιητικά με το περιθώριο EBITDA στο 15,2%, ενώ ικανοποιητική η εξυπηρέτηση του χρέους, με το EBITDA να καλύπτει τις χρηματοοικονομικές δαπάνες κατά 11,4 φορές. Τα επίπεδα δανεισμού είναι υψηλότερα, καθώς οι υποχρεώσεις υπερβαίνουν τα ίδια κεφάλαια κατά 1,3 φορά.
Ως medium performer (c), κατατάσσονται οι επιχειρήσεις με χαμηλή αποδοτικότητα και κερδοφορία, καθώς η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων αγγίζει το 4,1% και το περιθώριο EBITDA το 6,8%, ενώ το επίπεδο καθαρού δανεισμού είναι υψηλό και υπερβαίνει κατά 13,2 φορές το EBITDA. Αντιθέτως, καταγράφεται στις επιχειρήσεις αυτές χαμηλός βαθμός εξυπηρέτησης δανεισμού, με τις χρηματοοικονομικές δαπάνες να καλύπτονται από το EBITDA κατά 3,3 φορές, ενώ η ρευστότητα είναι περιορισμένη, με το κυκλοφορούν ενεργητικό να καλύπτει κατά 1,5 φορά τις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις.
Στην κατηγορία d, οι επιχειρήσεις έχουν εμφανή χρηματοοικονομικά προβλήματα και κατά βάση είναι ζημιογόνες, με το περιθώριο EBITDA στο -7,6%. Η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων διαμορφώνεται σε -16,1%, ενώ υπάρχουν δυσκολίες ρευστότητας, καθώς οι τρέχουσες υποχρεώσεις υπερβαίνουν το κυκλοφορούν ενεργητικό. Πρόκειται για επιχειρήσεις με υπερμόχλευση, με το δανεισμό να είναι κατά 3,8 φορές υψηλότερος των ιδίων κεφαλαίων και τον καθαρό δανεισμό κατά 24,5 φορές υψηλότερο του EBITDA.
Ενδιαφέροντα είναι επιμέρους στοιχεία που αναδεικνύει η μελέτη. Για παράδειγμα, ότι με βάση τη ρευστότητα, η ικανοποίηση των βραχυχρόνιων υποχρεώσεων φθίνει σημαντικά όσο κινούμαστε προς την κάτω βαθμίδα αξιολόγησης, με τις επιχειρήσεις της βαθμίδας d να έχουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας.
Με βάση το rating της αποδοτικότητας, οι επιχειρήσεις που υπεραποδίδουν (a) είναι μόλις 6,4% του δείγματος, ενώ πάνω από ένα τέταρτο των επιχειρήσεων υποαποαδίδει, καταγράφοντας κατά μέσο όρο υψηλή συγκέντρωση ζημιών.
Σύμφωνα με το rating της φερεγγυότητας, πάνω από το ένα τρίτο των επιχειρήσεων είναι μεσαίων επιδόσεων (c), οι οποίες αν και πιο συγκρατημένα από τις επιχειρήσεις των βαθμίδων a και b, διατηρούν ένα σχετικό επίπεδο εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων.