Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων από χθες το βράδυ μέχρι και την Πέμπτη στις Βρυξέλλες, μεταξύ των επικεφαλής των θεσμών και της κυβέρνησης, αποφάσισε χθες το Εurogroup, σε μια προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου που υπάρχει στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Οι συντάξεις και τα εργασιακά τα «αγκάθια», ενώ άτυπος στόχος είναι η επίτευξη συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο μέχρι το επόμενο Εurogroup, στις 7 Απριλίου, που όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Στην ερώτηση γιατί οι διαπραγματεύσεις μεταφέρονται στις Βρυξέλλες, κάτι που είχε γίνει το 2015 με το περιβόητο «Brussels Group» με τα γνωστά δραματικά αποτελέσματα, ο πρόεδρος του Εurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ, είπε ότι η επίσκεψη στην πρωτεύουσα είχε πρακτικούς λόγους, δηλαδή την επιτόπια συλλογή στοιχείων, κάτι που έχει ήδη γίνει και σήμερα δεν είναι απαραίτητο.
Η απάντηση φαίνεται λογική, αλλά όχι απολύτως πειστική, μάλλον επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η μεταφορά τους στις Βρυξέλλες προκειμένου να αναδειχθεί η πολιτική διάσταση της διαπραγμάτευσης, αυτό δηλαδή που λέει συνεχώς τις τελευταίες εβδομάδες, πως η τελική φάση της αξιολόγησης πρέπει να είναι προϊόν πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Ωστόσο, στις συναντήσεις αυτές δεν θα συμμετέχουν πολιτικά πρόσωπα από τα κράτη-μέλη, αλλά οι επικεφαλής των θεσμών από την πλευρά των δανειστών και οι υπουργοί Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης.
Σύμφωνα με τον κ. Ντέισελμπλουμ, αλλάζει και η μεθοδολογία της διαδικασίας, δηλαδή εγκαταλείπονται προς το παρόν τα «περιφερειακά» θέματα της διαπραγμάτευσης και η επικέντρωση γίνεται στα σημαντικά ζητήματα, που είναι τα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 2% του ΑΕΠ ή 3,8 - 4 δισ. για τη διασφάλιση των ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5%, καθώς και τα εργασιακά. Σε αυτά τα θέματα θα επιχειρηθεί η μεγαλύτερη δυνατή πρόοδος είπε και στη συνέχεια θα δούμε τα μικρότερα ζητήματα.
«Θα με ρωτήσετε αν υπάρχει χρονοδιάγραμμα, η απάντηση είναι όχι, αλλά θέλουμε συμφωνία το συντομότερο, ενώ η επόμενη συνεδρίαση του Εurogroup είναι στις 7 Απριλίου στη Μάλτα» είπε, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό να βάλει επισήμως ορόσημο, προφανώς γιατί υπάρχει η αρνητική εμπειρία του 2015, όπου οι χρονικοί στόχοι ανατρέπονταν μήνα με τον μήνα.
Η συνέχιση των συζητήσεων στις Βρυξέλλες αποφασίστηκε σε συνάντηση που έγινε υπό την αιγίδα του κ. Ντέισελμπλουμ πριν από τη συνεδρίαση των υπουργών, στην οποία έλαβαν μέρος κορυφαίοι αξιωματούχοι, ο επίτροπος Μοσκοβισί, ο επικεφαλής του ΕΜΣ Κλάους Ρέγκλινγκ, ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ και από ελληνικής πλευράς οι κ.κ. Τσακαλώτος και Χουλιαράκης.
Σύμφωνα με τον κ. Τσακαλώτο, με την πρόταση του κ. Ντέισελμπλουμ για εντατικοποίηση της διαπραγμάτευσης συμφώνησαν όλες οι πλευρές, ενώ εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος για τη συνέχεια. Για τη μεθοδολογία είπε ότι η βασική ιδέα είναι να δώσουμε προτεραιότητα στο ασφαλιστικό και τα εργασιακά και να αφήσουμε τα τεχνικά ζητήματα για το τέλος. Θέλουμε να αφήσουμε ανοικτά ελάχιστα ζητήματα ώστε να επιστρέψουν οι θεσμοί να τα κλείσουν και αυτά και να πάμε στο Εurogroup με μια συμφωνία πακέτο, τόνισε. Πρόσθεσε ότι αν φτάσουμε σε αυτό, τότε η διαδικασία θα επιταχυνθεί στη συνέχεια με συζητήσεις που θα υπάρχουν στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ (21-23 Απριλίου), εννοώντας το θέμα της συμμετοχής του, η οποία συνδέεται με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές θεωρούν ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία και ότι έχει γίνει τεράστια δουλειά σε πολλά θέματα, όπως για παράδειγμα στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και στον εξωδικαστικό συμβιβασμό, που είναι κύρια στρατηγική της κυβέρνησης για να διαχειριστεί τα «κόκκινα» δάνεια, και στο κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού το 2018.
Αναφορικά με τα δημοσιονομικά, τόνιζαν ότι ανοικτό είναι το θέμα των θετικών μέτρων, αλλά έχει επιτευχθεί πρόοδος σχετικά με τη συγκεκριμενοποίησή τους.
Θα με ρωτήσετε αν υπάρχει χρονοδιάγραμμα, η απάντηση είναι όχι, είπε ο Γερούν Ντέισελμπλουμ, ενώ ο Πιερ Μοσκοβισί δήλωσε: Μπορώ να επιβεβαιώσω ότι είμαστε δεσμευμένοι για μια συμφωνία.
Για τα εργασιακά εκτιμούν ότι, παρά τις διαφορές με το ΔΝΤ, υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης για να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Οι ίδιοι παράγοντες υπενθύμισαν ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. και ότι το μνημόνιο είναι σαφές όσον αφορά το θέμα της αγοράς εργασίας, αναφέροντας ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να νομοθετήσει στον τομέα αυτό βάσει των ευρωπαϊκών πρακτικών. Οι ίδιοι κυβερνητικοί κύκλοι υπενθύμισαν ότι έχει κληθεί ομάδα εμπειρογνωμόνων για να αποφανθεί ποιες είναι οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα σε αυτό το θέμα και ως εκ τούτου υπογράμμισαν ότι δεν υπάρχει διαφωνία με όλους τους θεσμούς.
Για την προνομοθέτηση μέτρων, οι ίδιες πηγές υποστήριζαν ότι πρόκειται για ένα πακέτο μέτρων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 3,8 δισ. ευρώ. Το γεγονός ότι διαφωνούμε σε σχέση με το ύψος της μείωσης του ΕΝΦΙΑ είναι απόδειξη του πόσο μακριά έχουμε πάει σε αυτή τη συζήτηση, τόνιζαν.
Ο κ. Ντέισελμπλουμ χαρακτήρισε βασική προϋπόθεση την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ώστε να προχωρήσει στη συνέχεια η πολιτική συζήτηση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ, αλλά και για το χρέος, όπου οριοθέτησε ότι οι όποιες συζητήσεις για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα θα κινούνται στο πλαίσιο των αποφάσεων του περασμένου Μαΐου, δηλαδή θα ληφθούν αν χρειαστεί και θα υλοποιηθούν το 2018.
Από την πλευρά του, ο επίτροπος Μοσκοβισί χαρακτήρισε τις συζητήσεις χρήσιμες γιατί, όπως είπε, επέτρεψαν να καθορίσουμε τα επόμενα βήματα. Εστίασε τις βασικές εκκρεμότητες της διαπραγμάτευσης στις συντάξεις και την αγορά εργασίας, ενώ υπογράμμισε ότι όλοι σημείωσαν την ανάγκη αποφυγής καθυστέρησης γιατί αυτό είναι αρνητικό για την κατανάλωση και τις επενδύσεις και για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Μπορώ να επιβεβαιώσω ότι είμαστε δεσμευμένοι για μια συμφωνία, πρέπει να κλείσουμε το συντομότερο και αυτό είναι προς το συμφέρον όλων, είπε. Για το ΔΝΤ, ο κ. Μοσκοβισί επανέλαβε πως επιθυμεί τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα και πως αυτή τη στιγμή εργάζονται πάνω σε μία συνολική συμφωνία που να περιλαμβάνει όλες τις πλευρές.
Έχουμε σημειώσει πρόοδο σε σχέση με την τελευταία συνεδρίαση, αλλά απομένουν ακόμη θέματα ανοικτά και η περαιτέρω καθυστέρηση μπορεί να στοιχίσει ακριβά στην οικονομία, την κατανάλωση και τις επενδύσεις, προειδοποίησε από την πλευρά του ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ. Ο ίδιος τοποθέτησε την επόμενη μεγάλη δανειακή ανάγκη της Ελλάδας στις 11 Ιουλίου, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «θα ήταν πολύ καλύτερα να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση πριν από τότε».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του ESM πρέπει να διατηρηθεί το θετικό μομέντουμ για την οικονομία που δημιουργήθηκε το 2016. «Ακόμα δεν έχει επιλυθεί ένας σημαντικός αριθμός ζητημάτων και υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος αυτό να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία» σημείωσε ο κ. Ρέγκλινγκ, επισημαίνοντας πιθανές επιπτώσεις στην καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη. «Η αβεβαιότητα για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης μπορεί να έχει κόστος.
Αναφορικά με το δάνειο από την Παγκόσμια Τράπεζα, ο κ. Ρέγκλινγκ επεσήμανε πως δεν ήταν θέμα συζήτησης, ωστόσο πρόσθεσε πως «ζητήσαμε από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο διευκρινίσεις γιατί μπορεί να έχει επίπτωση στο χρέος».
Παρεμβαίνοντας ο Πιερ Μοσκοβισί είπε ότι το θέμα το έχει εξετάσει η Κομισιόν με στόχο περισσότερο ενεργά μέτρα για την απασχόληση, αλλά είναι ακόμα πρώιμο, συμπλήρωσε.
Η ανακοίνωση του Eurogroup
Οι θεσμοί (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) και ο Έλληνες υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος ενημέρωσαν το Eurogroup για τις εξελίξεις γύρω από τη δεύτερη αξιολόγηση του οικονομικού προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας.
Οι ελληνικές αρχές και οι θεσμοί συνεχίζουν να στοχεύουν σε μια γρήγορη ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας (staff-level agreement), στη βάση των κοινών τόπων στους οποίους κατέληξαν τον περασμένο μήνα. Θα έχουν εντατικές συζητήσεις στις Βρυξέλλες τις επόμενες ημέρες, εστιάζοντας στα βασικά εκκρεμή ζητήματα.
Σε αυτά περιλαμβάνεται μια φιλική προς την ανάπτυξη εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (από το 2018 και έπειτα) και η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Μια τεχνική συμφωνία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή ολοκλήρωση των αξιολογήσεων του προγράμματος και ως εκ τούτου για τη λήψη περαιτέρω οικονομικής στήριξης που είναι διαθέσιμη από το πρόγραμμα.
Σόιμπλε: Έπρεπε να είχαμε τελειώσει
«Το θέμα της Ελλάδας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Μην περιμένετε μια θεαματική συνεδρίαση. Η τρόικα, σε συνεργασία με την Ελλάδα, θα πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα εάν τηρούνται οι δεσμεύσεις του προγράμματος» δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προσερχόμενος στη συνεδρίαση του Eurogroup.
Ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ συμπλήρωσε: «Υπάρχουν σαφείς όροι για το πότε τηρούνται. Στη συνέχεια πιθανώς να υπάρξει συμφωνία, αλλά μεταξύ θεσμών και ελληνικής κυβέρνησης υπάρχει δυσκολία να βρεθεί συμφωνία. Θα μπορούσαμε να έχουμε ολοκληρώσει αυτό το θέμα της αξιολόγησης πολύ νωρίτερα, αλλά θα προχωρήσουμε τελικά προς την επίλυση.
Σαπέν: Nα δείξουμε ότι υπάρχουν λύσεις
«Ορισμένοι νομίζουν ότι έχουμε ακόμη χρόνο» δήλωσε προσερχόμενος στη συνεδρίαση ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη να προχωρήσουμε, να δείξουμε τον δρόμο, ότι υπάρχουν λύσεις για το καλό της χώρας αλλά και τη συνοχή της Ευρωζώνης. Κάποια στιγμή οι υπουργοί πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες και όχι να δίνουν οδηγίες στους από κάτω» είπε. Τέλος, τόνισε ότι η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με το 2015 και το δράμα που ζήσαμε, ενώ τόνισε ότι η χώρα χρειάζεται μια σταθερότητα και οι επενδυτές μια καθαρή εικόνα.