Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Η ανακοπή της καθοδικής πορείας του ΕLA επιβεβαιώνει με τον πιο πειστικό τρόπο την πίεση που ασκεί η αβεβαιότητα στον τραπεζικό κλάδο. Η έκτακτη ρευστότητα είχε υποχωρήσει κατά 43,4 δισ. ευρώ από τον Αύγουστο του 2015, εκ των οποίων τα 21,8 δισ. ευρώ από την επαναφορά του waiver πριν από εννέα μήνες. Η πορεία αυτή «φρέναρε» καθώς από την αρχή του έτους οι τράπεζες καταγράφουν μείωση των καταθέσεων, η οποία κινείται πλέον στο επίπεδο των 2 δισ. ευρώ.
Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, έπειτα από σειρά συνεδριάσεων στις οποίες μείωνε το όριο, το διατήρησε αμετάβλητο σύμφωνα με αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος, στο ποσό των 46,3 δισ. ευρώ έως και τις 9 Μαρτίου, οπότε θα επανεξεταστεί από την ΕΚΤ.
Οι συνθήκες αβεβαιότητας εντείνονται όσο μετατίθεται χρονικά η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και επανέρχονται συζητήσεις περί Grexit και δραχμής, με αποτέλεσμα να αναστραφεί η τάση των «δειλών» εισροών που είχε το σύστημα το 2016, ροκανίζοντας την αύξηση των 4 δισ. ευρώ που πέτυχε με δυσκολία στη διάρκεια του προηγούμενου έτους.
Τα capital controls «κρατάνε» ενδεχόμενες μεγάλες εκροές, αλλά το κλίμα που καταγράφεται προκαλεί ανησυχία αφού ανατρέπεται η όποια σταθερότητα πέτυχαν με πολύ κόπο οι τράπεζες και σε κάθε περίπτωση, το νέο χρήμα δεν παραμένει στο σύστημα.
Οι τραπεζίτες δεν έπαψαν να υπογραμμίζουν ότι το περιβάλλον παραμένει εύθραυστο και οι εξελίξεις τους δικαιώνουν. Στην ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος για τον ELA αναφέρεται ότι «το αμετάβλητο ανώτατο όριο αντανακλά τη σταθεροποίηση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, λαμβανομένων υπ’ όψιν των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα», αλλά ο Γιάννης Στουρνάρας με έμφαση επισημαίνει τις επιπτώσεις της παρατεταμένης αβεβαιότητας.
Μιλώντας στη Βουλή προ ημερών, ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι η μείωση των καταθέσεων δεν είναι μεγάλη, αλλά το κρίσιμο είναι ότι ανακόπηκε η άνοδος, αφού καταγράφονταν καθαρές εισροές το 2016, με άνοδο στις καταθέσεις μίας ημέρας καθώς και κάποιες επιστροφές καταθέσεων από το εξωτερικό.
Οι εκροές των τελευταίων εβδομάδων κινούνται στα όρια των capital controls και γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει συστημική ανησυχία, υπάρχει όμως ο έντονος προβληματισμός ότι χάνεται ξανά το μομέντουμ. Ενώ οι κεφαλαιακοί περιορισμοί διασφαλίζουν από μεγάλες εκροές, η επιδείνωση της κατάστασης σε μακροοικονομικό επίπεδο και η πολιτική ρευστότητα πλήττουν το σύστημα ανατρέποντας κάθε σχεδιασμό για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και στερούν από τις τράπεζες την προσδοκία ανάκαμψης, επισημαίνουν οι τραπεζίτες.
Τους τελευταίους 17 μήνες καταγράφηκε μείωση της εξάρτησης από τον ΕLA της τάξης των 44 δισ. ευρώ, με καταλύτη την επαναφορά του waiver, και η προσδοκία των τραπεζών ήταν ότι η ένταξη στο QE θα την περιόριζε σημαντικά.
Στη διάρκεια του 2016 το τραπεζικό σύστημα κατέγραψε αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων κατά 4,2 δισ. ευρώ, με σταθερή μηνιαία αύξηση το τελευταίο εξάμηνο της τάξης των 770 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο. Οι τράπεζες αποτύπωναν στην τάση αυτή τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των πελατών, έχοντας πάντως τον «ανταγωνισμό» του Δημοσίου, αφού περί τα 6,3 δισ. ευρώ από τα κεφάλαια που βρίσκονταν σε σεντούκια και θυρίδες «κάηκαν» κυρίως σε φόρους.
Τη ρευστότητα των τραπεζών έχει βοηθήσει η ενίσχυση της δραστηριότητας στη διατραπεζική αγορά, καθώς αυξήθηκε η πρόσβαση στη χρηματοδότηση υπό τη μορφή των διατραπεζικών repos από τον Σεπτέμβριο του 2015, ενώ οι τράπεζες έχουν εξασφαλίσει πιστωτικά όρια από τους δανειστές και τα επιτόκια των συναλλαγών αυτών βελτιώθηκαν σε σύγκριση με τα επίπεδα του παρελθόντος.
Ωστόσο, η δυνατότητα των τραπεζών για διατραπεζική χρηματοδότηση χωρίς εξασφαλίσεις, δεδομένου και του μικρού βάθους της αγοράς, είναι ακόμη πολύ περιορισμένη και εξαρτάται κυρίως από τις μακροοικονομικές εξελίξεις.