Από την έντυπη έκδοση
Η Γερμανία φαίνεται να είναι ο μεγάλος κερδισμένος του Brexit - τουλάχιστον σε επίπεδο προσέλκυσης χρηματοοικονομικών κολοσσών και άλλων επιχειρήσεων.
Είναι γνωστό πως η γερμανική αρχή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει ήδη έλθει σε επαφή με κορυφαίες ξένες τράπεζες προκειμένου να λάβει περισσότερες πληροφορίες για πιθανά σχέδια μετεγκατάστασης, ενώ την προτίμησή τους δείχνουν σε Φραγκφούρτη και Βερολίνο μεγάλες επιχειρήσεις που προσανατολίζονται σε «έξοδο» από το Λονδίνο αποκαλύπτουν δηλώσεις υψηλόβαθμων στελεχών και έρευνες. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας της Ernst & Young.
Στην έρευνα το 70% των εταιρειών δηλώνει ότι έχει επηρεαστεί ήδη από το Brexit, με τον αντίκτυπο να εστιάζεται στα περιθώρια κέρδους και τις πωλήσεις. Σε ποσοστό 14% οι εταιρείες με παρουσία στη Βρετανία δηλώνουν έτοιμες να μεταφέρουν μέρος τουλάχιστον των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων τους εκτός χώρας μέσα στην επόμενη τριετία. Εξ αυτών το 54% επιλέγει ως προορισμό τη Γερμανία, ενώ αξιοσημείωτο μερίδιο της πίτας (33%) εξασφαλίζει και μία χώρα που σπάνια αναφέρεται στους πιθανούς προορισμούς, η Ολλανδία. Ακολουθεί στην τρίτη θέση, με μεγάλη διαφορά, η Γαλλία, η οποία επιλέγεται από το 8% όσων έχουν αποφασίσει την έξοδο.
Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος φαίνεται να πλήττεται σε μεγαλύτερο βαθμό, ιδιαίτερα εάν η Βρετανία χάσει την πρόσβαση στην ενιαία εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα λεγόμενα «δικαιώματα διαβατηρίου». Υπενθυμίζεται ότι πριν από λίγες εβδομάδες δύο μεγάλες τράπεζες, η βρετανική HSBC και η ελβετική UBS, προειδοποίησαν για μεταφορά δραστηριοτήτων και περίπου 1.000 θέσεων εργασίας έκαστη. Η HSBC θα επιλέξει πιθανότατα για μετεγκατάσταση τη Γαλλία, όπου διαθέτει παρουσία από το 2002, χάρη στην εξαγορά της Credit Commercial de France.
Παρά το Βrexit και την αβεβαιότητα που αυτό πυροδοτεί σε επίπεδο πολιτικών εξελίξεων και προοπτικών της οικονομίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να αποτελεί ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Τους επενδυτές δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα ούτε οι κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Όπως προκύπτει από έρευνα της Ernst & Young, στην οποία συμμετείχαν 254 διεθνείς επενδυτές, το 56% σχεδιάζει να αυξήσει την έκθεσή του στη γηραιά ήπειρο εντός της επόμενης τριετίας, παρά τη γεωπολιτική αστάθεια.
Για τους επενδυτές μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας είναι η έντονη μεταβλητότητα στις αγορές συναλλάγματος, εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Το 37% την προσδιορίζει ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις επενδυτικές επιλογές του, την ώρα που η πολιτιστική αστάθεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένου του Brexit) προσδιορίζεται ως κορυφαίος κίνδυνος από το 32% και το Brexit αυτό καθαυτό από το 28%.
Αναλυτές της Ε&Υ επισημαίνουν ότι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος παραμένει ελκυστική επενδυτικά, παρά το αυξανόμενο πολιτικό ρίσκο, αλλά προειδοποιούν ότι η «υπομονή των επενδυτών έχει όρια». Όπως εξηγούν, η ελκυστικότητα της Ευρώπης ιστορικά έχει χτιστεί πάνω στη βεβαιότητα και την προβλεψιμότητα. Εάν αναπτύξει το προφίλ γεωπολιτικού ρίσκου μιας αναδυόμενης αγοράς, χωρίς όμως τις ανάλογες αποδόσεις, κινδυνεύει να χάσει το παιχνίδι.
Όσον αφορά τέλος στην Ελλάδα, ο κ. Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, σχολίασε ότι η επάνοδος της χώρας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά το τρίτο τρίμηνο του 2016 αποτελεί εξαιρετικά θετική εξέλιξη. «Ωστόσο, η επιτυχία αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία εφησυχασμού. Για να καταστεί βιώσιμη και να συνεχιστεί αυτή η ανάπτυξη είναι απαραίτητη η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης» προειδοποιεί.