Από την έντυπη έκδοση
Του Γιάννη Κανουπάκη
[email protected]
Δύσκολα θα επιτευχθούν οι στόχοι πρόσθετων εσόδων στον προϋπολογισμό του 2017, όσον αφορά τα καύσιμα και τα καπνικά προϊόντα. Συγκεκριμένα, η αύξηση των συντελεστών ΕΦΚ στη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης τον μήνα που φεύγει και στο πετρέλαιο θέρμανσης, ήδη, από τον Οκτώβριο 2016 θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τον κλάδο. Συναφώς, αρνητικές επιπτώσεις αναμένεται ότι θα έχει και η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα προϊόντα καπνού, ως προς τα φορολογικά έσοδα. Η συνέπεια στα έσοδα γίνεται δυσμενέστερη, λένε οι αναλυτές, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι επιπλέον επιπτώσεις από την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας που συνδέεται με την αύξηση των φόρων.
Χάνεται προστιθέμενη αξία 530 εκατ.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ, συγκριτικά με την περίπτωση μη αύξησης των φόρων οι μέσες τιμές βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και πετρελαίου θέρμανσης αυξάνονται κατά 2,6%, 9% και 7,8%, αντιστοίχως. Αυτές οι αυξήσεις των τιμών θα μειώσουν τη ζήτηση καυσίμων από 1,1% (βενζίνες) έως 4,1% (πετρέλαιο θέρμανσης). Ως εκ τούτου, ο στόχος για πρόσθετα έσοδα 492 εκατ. ευρώ είναι πολύ πιθανό να μην επιτευχθεί. Υπολογίζεται υστέρηση εσόδων κατά 84 εκατ. ευρώ, η οποία διευρύνεται σημαντικά στις περιπτώσεις αύξησης του λαθρεμπορίου και χαμηλότερης (από την προβλεπόμενη) οικονομικής ανάπτυξης. Η αύξηση των ΕΦΚ στα καύσιμα θα έχει επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία. Η προστιθέμενη αξία της οικονομίας εκτιμάται μικρότερη κατά 530 εκατ. ευρώ ανά έτος (0,3% του ΑΕΠ) και οι θέσεις εργασίας λιγότερες κατά 10,7 χιλιάδες ετησίως. Αν συνυπολογιστεί η επίπτωση της αύξησης των ΕΦΚ στην οικονομική δραστηριότητα, η υστέρηση εσόδων διευρύνεται περαιτέρω.
Επιπλέον, σύμφωνα με την ανάλυση και υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, ο κλάδος εμπορίας πετρελαιοειδών και η οικονομία συνολικά είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε μια αντιστροφή (αύξηση) των διεθνών τιμών πετρελαίου. Με βάση τα παραπάνω, έμφαση πρέπει να δοθεί στην καταπολέμηση των παθογενειών της αγοράς (λαθρεμπόριο, νοθεία καυσίμων κ.λπ.), σε μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων του κλάδου (τρόπος καταβολής ΕΦΚ) και σε μέτρα που εξομαλύνουν τις έντονες διακυμάνσεις των τιμών, όπως η (με προκαθορισμένο και γνωστό τρόπο) μείωση των συντελεστών ΕΦΚ σε περίπτωση μεγάλης ανόδου των διεθνών τιμών, ώστε οι επιπτώσεις στην οικονομία και στον κλάδο να περιορίζονται.
Σε ό,τι αφορά τα προϊόντα καπνού, σύμφωνα με τον Ν.4389/2016, από την 1.1.2017 ο αναλογικός συντελεστής ΕΦΚ στα τσιγάρα αυξήθηκε από 20% σε 26% και ο ΕΦΚ στον λεπτοκομμένο καπνό από 156,7 ευρώ σε 170 ευρώ ανά φορολογική μονάδα. Με την αύξηση αυτή επιδιώκεται η είσπραξη επιπλέον 121,8 εκατ. φορολογικών εσόδων σε ετήσια βάση. Κατά το ΙΟΒΕ, η αύξηση της φορολογίας των προϊόντων καπνού, που οδηγεί σε σημαντική αύξηση των τιμών (κατά 40-50 λεπτά ανά πακέτο 20 τσιγάρων και 50 λεπτά ανά συσκευασία 30 γραμμαρίων λεπτοκομμένου καπνού), θα επιφέρει μεγάλη υποχώρηση της κατανάλωσης νόμιμων προϊόντων καπνού και τελικά δεν θα έχει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα για τα φορολογικά έσοδα. H πτώση των φορολογικών εσόδων λόγω μείωσης της ζήτησης των νόμιμων προϊόντων καπνού πιστεύεται ότι θα εξανεμίσει την αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω αύξησης του φόρου ανά μονάδα προϊόντος. Το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει κυρίως από την επίπτωση στα τσιγάρα, όπου εκτιμάται ότι τα φορολογικά έσοδα τελικά θα είναι μειωμένα.
Η υστέρηση των εσόδων από τον στόχο του προϋπολογισμού για το 2017 για τους φόρους στον καπνό (3,1 δισ.) θα ξεπεράσει τα 100 εκατ., χωρίς να συνυπολογίζεται η μείωση των φορολογικών εσόδων στο έτος εφαρμογής της αύξησης της φορολογίας λόγω αποθεματοποίησης, ούτε η ενδεχόμενη επίδραση από την αύξηση του ελάχιστου μεγέθους της συσκευασίας του λεπτοκομμένου καπνού στα 30 γραμμάρια το 2017.
Οι αναλυτές υπογραμμίζουν πως η αύξηση των συντελεστών ΕΦΚ αναμένεται να ενισχύσει το λαθρεμπόριο προϊόντων καπνού. Η διείσδυση των παράνομων τσιγάρων θα αυξηθεί κατά περισσότερο από 5 ποσοστιαίες μονάδες (σε 30% επί της συνολικής κατανάλωσης τσιγάρων), συγκριτικά με την περίπτωση καμίας αλλαγής στη φορολόγηση των προϊόντων καπνού. Για το σύνολο της παραγωγής και διανομής προϊόντων καπνού υπολογίζεται ότι για κάθε ευρώ τελικής κατανάλωσης προϊόντων καπνού δημιουργείται 1,6 ευρώ προστιθέμενης αξίας στο σύνολο της οικονομίας.