Η ύφεση εξαΰλωσε το ένα τρίτο του διαθέσιμου εισοδήματος

Πέμπτη, 26 Ιανουαρίου 2017 12:19
UPD:12:21
INTIME NEWS/ΛΙΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο 44ο οικονομικό δελτίο της ΤτΕ αποτυπώνει την επίπτωση που είχε η κρίση, ειδικά με το 2010, στην οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών.

Από την έντυπη έκδοση

Το ένα τρίτο του διαθέσιμου εισοδήματος χάθηκε την περίοδο από το α’ τρίμηνο του 2010 μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2016, ενώ οι καταναλωτικές δαπάνες περιορίστηκαν κατά περίπου 42 δισ. ευρώ.

Έννοια υπό εξαφάνιση αποτελεί -λόγω της κρίσης- η αποταμίευση για τα νοικοκυριά, καθώς οι υψηλές επενδύσεις τόσο σε ακίνητα όσο και σε χρηματοοικονομικά στοιχεία ανήκουν στο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια των μνημονίων, τα νοικοκυριά υποχρεώθηκαν να αλλάξουν καταναλωτικό πρότυπο εγκαταλείποντας σταδιακά τις δαπάνες για διαρκή καταναλωτικά αγαθά και ρίχνοντας ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος στα προϊόντα και στις υπηρεσίες κάλυψης των βασικών αναγκών. Η κρίση είχε μια ακόμη επίπτωση στα νοικοκυριά: τη συρρίκνωση του καθαρού χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών κατά 37,5% από το 2008 μέχρι και τις αρχές του 2016.

Η συρρίκνωση συνοδεύτηκε από την τάση αποστροφής του επενδυτικού κινδύνου και την προτίμηση σε άμεσα ρευστοποιήσιμες μορφές χρηματοοικονομικού πλούτου, όπως είναι οι καταθέσεις. Το μερίδιο σε μετοχές, χρεόγραφα και αμοιβαία κεφάλαια μειώθηκε σημαντικά.

Τα συμπεράσματα προκύπτουν από τη μελέτη για την οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών στην Ελλάδα που συνέταξαν η Κωνσταντίνα Μάνου και η Ευαγγελία Παπαπέτρου από τη διεύθυνση οικονομικής ανάλυσης και μελετών της Τράπεζας της Ελλάδας. Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο 44ο οικονομικό δελτίο της ΤτΕ αποτυπώνει την επίπτωση που είχε η κρίση, ειδικά με το 2010, στην οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών.

Μεταξύ άλλων, η μελέτη καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα:

* Από τις αρχές του 2008 μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2012 ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 65,3% (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 18,4%), εξαιτίας της μείωσης των στοιχείων του ενεργητικού και της αύξησης των υποχρεώσεών τους. Από το γ’ τρίμηνο του 2012 μέχρι το α’ τρίμηνο του 2016 ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος αυξήθηκε κατά 79,8% (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 16,4%), καθώς οι συνολικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών περιορίστηκαν, ενώ αυξήθηκε η αξία του συνόλου του ενεργητικού τους. Συνολικά, την περίοδο από τις αρχές του 2008 μέχρι τις αρχές του 2016 ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος υποχώρησε κατά 37,5%.

* Κατά την επιδείνωση της κρίσης, παρατηρείται απροθυμία ανάληψης κινδύνου και αναδιάταξη του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών, με κατεύθυνση τις πιο άμεσα ρευστοποιήσιμες μορφές χρηματοοικονομικού πλούτου, όπως οι καταθέσεις, ενώ το μερίδιο των νοικοκυριών σε μετοχές, χρεόγραφα και αμοιβαία κεφάλαια μειώθηκε σημαντικά. Σε περιόδους υψηλής αβεβαιότητας της χώρας, ακόμη και οι καταθέσεις έχασαν την ελκυστικότητά τους και η διακράτηση μετρητών (νόμισμα σε κυκλοφορία) αυξήθηκε σημαντικά.

* Από το 2015 και έπειτα, οι έντονες υποτιμήσεις από κοινού με τις αποεπενδύσεις συνέβαλαν αρνητικά στη μεταβολή της αξίας του ενεργητικού των νοικοκυριών.

* Την περίοδο που προηγείται της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με έμφαση στο διάστημα που χαρακτηρίζεται από ταχεία οικονομική ανάπτυξη για την Ελλάδα, δηλαδή από το 2004 έως το 2007, παρατηρείται συνεχής και σημαντική αύξηση των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών, κυρίως για να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε κατοικίες. Από τις αρχές του 2008 οι επενδύσεις αυτές συρρικνώθηκαν σημαντικά. Επιπλέον, τα νοικοκυριά σχεδόν πενταπλασίασαν τις υποχρεώσεις τους, τόσο για στεγαστικά όσο και για καταναλωτικά δάνεια, από το 2002 έως και τον Ιούνιο του 2010.

* Η σύνθεση των δανείων των νοικοκυριών παραμένει ιδιαίτερα σταθερή, με τα στεγαστικά δάνεια να αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% των συνολικών δανείων και τα καταναλωτικά το 30%.

* Τα νοικοκυριά προχωρούν σε καθαρή απομείωση των υποχρεώσεών τους για πρώτη φορά στο τέλος του 2010 και από το β’ τρίμηνο του 2013 εντείνουν την καθαρή μείωση των υφιστάμενων υποχρεώσεών τους, δυναμική η οποία συνεχίζεται και στα επόμενα τρίμηνα.

* Η αποταμίευση των νοικοκυριών βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, εξαιτίας της συρρίκνωσης των επενδύσεων σε κατοικίες/εξοπλισμό και της μεγάλης αποεπένδυσης σε χρηματοοικονομικά στοιχεία.

* Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, σε όρους κινητού αθροίσματος τεσσάρων τριμήνων, ακολούθησε καθοδική πορεία από το β’ τρίμηνο του 2009 και περιορίστηκε από 7,4% σε -5,6% το α’ τρίμηνο του 2016. Διακρίνονται δύο περίοδοι: η πρώτη, όπου το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών βρίσκεται σε θετικό έδαφος, δηλαδή έως και το α’ τρίμηνο του 2012, και η δεύτερη, όπου γίνεται αρνητικό.

* Η μείωση της αποταμίευσης των νοικοκυριών -ειδικά από το τέλος του 2009 και έπειτα- συνδέεται με την πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος. Ειδικότερα, η συνεχής πτωτική τάση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών από το β’ τρίμηνο του 2012 έως και το β’ τρίμηνο του 2014, όταν δηλαδή αυτό βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος, οφείλεται στο γεγονός ότι ο ρυθμός μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος υπερβαίνει τον ρυθμό μείωσης της κατανάλωσης.

* Την περίοδο α’ τρίμηνο 2010-α’ τρίμηνο 2016 παρατηρείται συρρίκνωση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 32,8% και του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος κατά 32,5%. Ως συνέπεια της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, περιορίστηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών. Το ίδιο διάστημα η πραγματική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 24,7%, από 169,4 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2010 σε 127,5 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2016 . Τέλος, από το 2009 η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών κατά λειτουργικό σκοπό υποχώρησε σε πραγματικούς όρους με μείωση όλων των επιμέρους κατηγοριών δαπανών. Οι δαπάνες που αφορούν διαρκή καταναλωτικά αγαθά περιορίζονται σημαντικά εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος. Την ίδια περίοδο παρατηρείται αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των δαπανών που διατίθενται για τις βασικές ανάγκες (τρόφιμα και δαπάνες για στέγαση και υπηρεσίες δικτύων) επί του συνόλου των καταναλωτικών δαπανών και μείωση του ποσοστού των δαπανών που αφορούν την κάλυψη μη βασικών αναγκών (επίπλωση κ.λπ., είδη ένδυσης και υπόδησης).



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα