Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Την πρώτη έκθεση επιδόσεων στο πλαίσιο της μείωσης των προβληματικών δανείων προετοιμάζονται να υποβάλουν οι τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος και τον SSM, η οποία θα αναφέρεται στο 2016, δίνοντας μια πρώτη γεύση των κινήσεων που πραγματοποιούν και έχουν αποδώσει, κυρίως φρενάροντας τις νέες καθυστερήσεις.
Πιο κρίσιμη θα είναι η πρόοδος στο πρώτο και κυρίως στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, με τον προβληματισμό να είναι έντονος στα τραπεζικά επιτελεία, αφού καθυστερεί ακόμη η νομοθέτηση σημαντικών μερών του πλαισίου διαχείρισης: ο εξωδικαστικός διακανονισμός, το πτωχευτικό και η νομική κάλυψη για τις αναδιαρθρώσεις εκκρεμούν και η έλλειψή τους είναι καίρια σε περιπτώσεις μεγάλων προβληματικών επιχειρήσεων.
Ειδικά η νομική κάλυψη, ώστε τα στελέχη και οι διοικήσεις των τραπεζών να εφαρμόζουν τις τραπεζικές πρακτικές χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη μιας εισαγγελικής παρέμβασης όπως έχει συμβεί και πρόσφατα, έχει αναδειχθεί σε μείζον θέμα και η καθυστέρηση στη νομοθετική ρύθμιση, η οποία παρεμπιπτόντως αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση και προαπαιτούμενο της δεύτερης αξιολόγησης, ενισχύει τις παθογένειες του συστήματος.
Ομοίως, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός και το προπτωχευτικό και πτωχευτικό δίκαιο, με παροχή και δυνατότητας αποπομπής μη συνεργαζόμενων μετόχων και διοικήσεων, αποτελούν εργαλεία αποτελεσματικής διαχείρισης, τα οποία στερούνται όχι μόνο οι τράπεζες αλλά και οι δανειολήπτες και εν τέλει η οικονομία, αφού κάθε καθυστέρηση στην «αποσυμφόρηση» των τραπεζικών ισολογισμών κοστίζει σε χρηματοδότηση της οικονομίας και ανάπτυξη.
Το 2017 είναι το πρώτο πλήρες έτος υλοποίησης των στόχων στους οποίους έχουν δεσμευτεί οι τράπεζες έναντι της ΤτΕ και του SSM. Οι τράπεζες υποχρεούνται να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 7,6 δισ. ευρώ το τρέχον έτος, κατά το οποίο είναι κρίσιμο να καταγραφεί πρόοδος, παρότι το μεγάλο βάρος της μείωσης «πέφτει» τη διετία 2018-2019. Η εξέλιξη των μεγεθών θα παρακολουθείται σε τριμηνιαία βάση και ενώ για φέτος, εύλογα, η αποτίμησή της θα είναι πιο χαλαρή από τις εποπτικές αρχές, για τις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι σημαντικό να κινηθούν εντός των στόχων. Οι νομικές εκκρεμότητες έρχονται να προστεθούν στην αβεβαιότητα γύρω από τη δεύτερη αξιολόγηση, κάνοντας τους τραπεζίτες να προβληματίζονται. Έτσι και αλλιώς, ένα τουλάχιστον σταθερό, μακροοικονομικό περιβάλλον είναι απαραίτητο για οποιαδήποτε συζήτηση περί διαχείρισης των προβληματικών δανείων.
Η στρατηγική των τραπεζών για το 2017 βασίστηκε άλλωστε στην παραδοχή ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης από τον Νοέμβριο του 2016, ώστε να ξεκινήσει μια αλυσίδα εξελίξεων που θα οδηγούσε στη συμμετοχή στο QE και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών αλλά και των αγορών. Η καθυστέρηση, πέραν του γεγονότος ότι «ρίχνει έξω» τα χρονοδιαγράμματα, δημιουργεί νέα δυσπιστία έναντι της χώρας για τη δυνατότητα και διάθεση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα.
Για το 2017 οι τράπεζες σχεδιάζουν να υλοποιήσουν τον στόχο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με ρυθμίσεις ύψους 3 δισ. ευρώ και με διαγραφές της τάξης των 4 δισ. ευρώ. Ειδικά οι αναδιαρθρώσεις θα είναι η αιχμή του δόρατος για τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο του σχεδιασμού έως το 2019, αφού προβλέπεται ότι σχεδόν το 30% των NPEs θα περάσει σε εξυπηρέτηση μέσω επιτυχών ρυθμίσεων. Οι επιδόσεις σήμερα δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, αφού οι τέσσερις στις δέκα κινήσεις αναδιάρθρωσης επανέρχονται στο «κόκκινο».
Για να περάσει ένα ρυθμισμένο δάνειο από την κατηγορία των NPEs στα εξυπηρετούμενα χρειάζεται περίοδος 12 μηνών, κατά την οποία θα παραμένει σταθερά ενήμερο, κάτι που δείχνει ότι ο αγώνας των αναδιαρθρώσεων είναι συνεχής και δύσκολος για τις τράπεζες. Μικρότερο μέρος αναμένουν οι τράπεζες από ρευστοποιήσεις, αφού οι διαδικασίες πλειστηριασμών που ξεκίνησαν τους τελευταίους μήνες του 2016 γίνονταν μετ’ εμποδίων και τελικώς «πάγωσαν», χωρίς να είναι βέβαιο πότε «θα ζεσταθούν οι μηχανές».
Στοιχεία για τους μεγάλους οφειλέτες ζητεί η ΤτΕ
Αναλυτικά στοιχεία για τα δάνεια μεγάλων οφειλετών ζητεί η Τράπεζα της Ελλάδος από τις τράπεζες.
Η υποχρέωση αυτή αφορά τις τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τις εταιρείες leasing και factoring, καθώς και τις εταιρείες διαχείρισης δανείων που θα γνωστοποιούν στη Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της ΤτΕ τα στοιχεία μεγάλων οφειλετών, εφόσον το συνολικό υπόλοιπο της οφειλής τους υπερβαίνει το ποσό του 1 εκατ. ευρώ. Στοιχεία δίνονταν ήδη από τις τράπεζες για μεγάλες δανειοδοτήσεις, αλλά η νέα απόφαση της κεντρικής τράπεζας ζητεί περισσότερη πληροφόρηση, σε συγκεκριμένα υποδείγματα εγγράφων και σε τριμηνιαία βάση.
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, η υποχρέωση επιβάλλεται λόγω της ανάγκης να διαθέτει η ΤτΕ εξειδικευμένη στατιστική πληροφόρηση για τα στοιχεία των μεγάλων οφειλετών εποπτευόμενων ιδρυμάτων, με σκοπό την πληρέστερη ανάλυση των χρηματοπιστωτικών εξελίξεων.
Οι τράπεζες και οι άλλοι υπόχρεοι υποβάλλουν ανά τρίμηνο, στοιχεία οφειλετών φυσικών ή νομικών προσώπων σε επίπεδο ομάδας συνδεδεμένων πελατών, εφόσον το συνολικό υπόλοιπο των οφειλών για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το 1 εκατ. ευρώ. Το όριο του 1 εκατ. ευρώ ορίζεται ως το σύνολο των ανοιγμάτων του οφειλέτη προς το ίδρυμα και προς όλες τις θυγατρικές του επιχειρήσεις που ανήκουν στον πιστωτικό και χρηματοπιστωτικό τομέα.
Στο όριο του 1 εκατ. ευρώ συνυπολογίζονται οι πάσης φύσεως χορηγήσεις, περιλαμβανομένων των οφειλών φυσικών προσώπων μέσω πιστωτικών καρτών, οι εκδόσεις ομολογιακών δανείων υπέρ του οφειλέτη και άλλα ανοίγματα σε χρεωστικούς τίτλους, τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα με αντισυμβαλλόμενο το ίδιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο, οι εκδοθείσες εγγυητικές επιστολές σε ισχύ προς το ίδιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο, και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία υποχρεώσεων, εκτός από τους πληροφοριακούς λογαριασμούς.
Επισημάνεται ότι εάν το συνολικό άνοιγμα μίας τουλάχιστον από τις επιχειρήσεις της ομάδας συνδεδεμένων πελατών προς το ίδρυμα σε ενοποιημένη βάση είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 1 εκατ. ευρώ, τότε αναφέρονται αναλυτικά τα ανοίγματα προς το ίδρυμα όλων των νομικών και φυσικών προσώπων που αποτελούν αυτή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών. Διευκρινίζεται ότι δεν θα γίνεται καμία αναφορά όταν το σύνολο της οφειλής της ομάδας συνδεδεμένων πελατών υπερβαίνει το 1 εκατ. ευρώ, αλλά το ύψος της οφειλής καθεμίας των επιχειρήσεων του ομίλου είναι μικρότερο από το όριο αναφοράς. Τα υπόλοιπα των χορηγήσεων αναγράφονται όπως εμφανίζονται στο ενεργητικό του ισολογισμού του ιδρύματος χωρίς να αφαιρούνται οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις.