Στο επίπεδο των 3,2 δισ. ευρώ εκτιμάται να κυμανθεί η ελληνική (ιδιωτική) αγορά φαρμάκου το 2005, όπως προκύπτει από έρευνα της Stat Bank στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά.
Το ποσό αυτό αφορά τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται από τις φαρμακευτικές εταιρείες εξαιρουμένων αυτών προς τα νοσοκομεία, ενώ ένα μέρος τους αφορά τις λεγόμενες παράλληλες εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων.
Τα τελευταία χρόνια η αξία των πωλήσεων ανεβαίνει με ρυθμούς που προσεγγίζουν ή ακόμα και υπερβαίνουν το 20%. Αυτό το στοιχείο, σύμφωνα πάντα με τη Stat Bank, δείχνει ότι η κρίση που είναι εμφανής σε πολλούς τομείς της οικονομίας δεν επηρεάζει αρνητικά την αγορά φαρμάκων η οποία διευρύνεται εξαιτίας της αύξησης των τιμών των φαρμάκων, της γήρανσης του πληθυσμού και της εισαγωγής στην αγορά νέων σκευασμάτων.
Η αύξηση του τζίρου ωστόσο συμβαδίζει με την ύπαρξη σειράς προβλημάτων που υπάρχουν στο συγκεκριμένο κλάδο. Αυτά αφορούν: τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμάκων, την διογκούμενη επιβάρυνση των ασφαλιστικών οργανισμών, τη δραματική μείωση της ελληνικής παραγωγής αλλά και την μείωση της απασχόλησης στην εγχώρια φαρμακοβιομηχανία.
Ταυτοχρόνως, όπως τονίζεται στην έκθεση, το πρόβλημα των τεραστίων χρεών των δημόσιων νοσοκομείων προς τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις και τις προμηθεύτριες εταιρίες ιατρικού και επιστημονικού υλικού δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο στη λειτουργία πολλών επιχειρήσεων. Τα θέματα αυτά ευρίσκονται αυτές τις ημέρες στο τραπέζι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης και αρμόδιων φορέων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα πάντα με τη Stat Bank, τρεις πόλοι συγκροτούν την αγορά φαρμάκων πριν τα προϊόντα φτάσουν στα φαρμακεία και από εκεί στον τελικό καταναλωτή. Αυτοί είναι:
* οι εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες καθώς επίσης και οι εισαγωγικές εταιρίες που εκπροσωπούν τα μεγάλα ονόματα των πολυεθνικών οίκων. Υπολογίζεται ότι σε αυτόν τον πρώτο κύκλο δραστηριοποιούνται πάνω από 320 επιχειρήσεις.
* οι επιχειρήσεις διανομής φαρμάκων για λογαριασμό τρίτων.
* οι φαρμακαποθήκες που λειτουργούν σε ολόκληρη τη χώρα. Μεταξύ αυτών κυρίαρχη είναι η θέση των προμηθευτικών συνεταιρισμών αλλά και άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Stat Bank, η διαρκής αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης δεν ευνοεί ωστόσο με τη διεύρυνση της εγχώριας παραγωγής. Αντιθέτως, τα εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα ευρίσκονται σε συνεχή συρρίκνωση. Από την άλλη πλευρά, το μερίδιο των εισαγόμενων φαρμάκων παρουσιάζει διαρκή άνοδο. Αποτέλεσμα αυτών είναι να συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο η εγχώρια παραγωγή και συσκευασία φαρμάκων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1987 το μερίδιο των εγχωρίως παραγομένων και συσκευαζομένων φαρμάκων ήταν το 80,6% του συνόλου της αγοράς, κατά το 2004 το ποσοστό αυτό είχε πέσει στο 30%. Πρακτικώς, ευνοείται η εισαγωγή φαρμάκων ενώ όσοι επιλέγουν να επενδύουν στον τομέα του φαρμάκου συναντούν πολλές φορές ανυπέρβλητα εμπόδια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις εκπροσώπων του κλάδου, την τελευταία δεκαετία η μείωση αυτή της παραγωγής έχει οδηγήσει σε απώλεια 10 χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Στην αγορά φαρμάκου υπάρχουν επίσης μια σειρά άλλα προβλήματα: Αυτά είναι:
Πρώτον, ελλείψεις σημαντικών και αναντικατάστατων φαρμάκων καθώς επίσης και μεγάλες καθυστερήσεις στην κυκλοφορία καινοτόμων φαρμάκων, που κυκλοφορούν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Δεύτερον, η «τιμολογιακή εξασθένιση» των παλιών φαρμάκων, που τα κάνει εμπορικά μη ελκυστικά στις επιχειρήσεις. Αυτό έχει ως συνέπεια οι επιχειρήσεις να μην έχουν κανένα λόγο να τα εμπορεύονται και σταδιακά να τα αποσύρουν. Έτσι, εισάγονται κάποια νέα φάρμακα που είναι κατά 30%-40% ακριβότερα. Τελικό αποτέλεσμα η επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων.
Τρίτον, ιδιαίτερα έντονο είναι το θέμα των χρεών των κρατικών νοσοκομείων τόσο προς τις φαρμακευτικές εταιρίες και τους προμηθευτές ιατρικού και επιστημονικού υλικού. Τα χρέη αυτά υπολογίζονται σε 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι περισσότερες εταιρίες δείχνουν διατεθειμένες να συμφωνήσουν με τη ρύθμιση που τους προτείνει η κυβέρνηση και να υποβάλλουν τις σχετικές δηλώσεις για να εισπράξουν τα οφειλόμενα, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπουν το δικαίωμά τους για είσπραξη όλων των οφειλών.
Στον κλάδο πάντως, υπάρχει σημαντική συγκέντρωση δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 30 μεγαλύτερες (βάσει πωλήσεων) επιχειρήσεις του κλάδου αποσπούν περίπου το 80% της αγορά ενώ οι υπόλοιπες 370 ελέγχουν το 20%.
Οι εταιρίες που ευρίσκονται στις πρώτες θέσεις είναι οι: Pfizer, Sanofi-Aventis, GlaxoSmithkline Pharma, Astra Zeneca, Novartis Pharma, Merck Sharp Dohme, Pharmaserve Lilly, Boehringer, Bristol Myers και Janssen Cilag.
Πέραν των μεγάλων πολυεθνικών ιδιαίτερα θετική εμφανίζεται η πορεία σειράς ελληνικών επιχειρήσεων μεταξύ των οποίων και οι: Vianex, Lavipharm, Γερολυμάτος, Demo, Elpen και Kleva.
Αναλυτικά,
* Η Pfizer Hellas, που διευθύνεται από τον κ. David Simmons, εμφανίζει τις υψηλότερες πωλήσεις, ενώ φαίνεται να είναι η μοναδική εταιρία΄με διψήφιο μερίδιο αγοράς.
* Η ενιαία πλέον Sanofi-Aventis κατέχει τη δεύτερη θέση στον κατάλογο πωλήσεων (τόσο σε αξία όσο και σε τεμάχια). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι εμφανίζει ρυθμό αύξησης υψηλότερο του μέσου ρυθμού αύξησης της αγοράς.
* Η GlaxoSmithKline, που διευθύνεται από τον κ. Νικ. Mανασάκη, κινείται με ελαφρώς μικρότερους ρυθμούς, οι οποίοι είναι χαμηλότεροι από το μέσο όρο αύξησης του συνόλου της αγοράς.
* H Astra Zeneca εμφανίζει επίσης πολύ μεγάλη αύξηση πωλήσεων.
* Ιδιαίτερα ικανοποιητική εμφανίζεται η πορεία της Novartis Hellas, που διευθύνεται από τον κ. Andre Wyss. Ο τζίρος της επιχείρησης ανήλθε 240 εκατομμύρια ευρώ το παρελθόν έτος, εμφανίζοντας μάλιστα αύξηση 7,6% σε σχέση με το 2003. Αντιστοίχως, τα καθαρά κέρδη της εταιρίας αυξήθηκαν κατά 6,9%. Σε διεθνές επίπεδο η Novartis εμφάνισε σημαντική αύξηση πωλήσεων της τάξης του 14%. Οι πωλήσεις αυξήθηκαν από 24,9 εκατ. δολάρια το 2003 σε 28,2 το 2004. Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας κ. Daniel Vasella, που έγιναν κατά την διάρκεια ειδικής εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας, τα καθαρά κέρδη της Novartis εμφάνισαν αύξηση ύψους 15% καθώς από 5 εκατ. δολ. το 2003 ανήλθαν σε 5,78 εκατ. δολ. το 2004.
* Με σημαντική άνοδο των πωλήσεών έκλεισε το 2004 η Pharmaserve Lilly υπό τον κ. Διον. Φιλιώτη.