Από την έντυπη έκδοση
Την αύξηση του συντελεστή φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματος από το 13% στα επίπεδα του 22%-45% για όσα φυσικά πρόσωπα δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες επιβεβαίωσε η υφυπουργός Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου, απαντώντας γραπτώς σε ερώτηση 38 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Θιγόμενοι από την εξέλιξη αυτή είναι περίπου 575.000 φορολογούμενοι, οι οποίοι μαζί με εισοδήματα από αγροτικές δραστηριότητες αποκτούν ταυτόχρονα και εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις ή κι από επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με τις διευκρινίσεις που έδωσε η κα Παπανάτσιου στην έγγραφη απάντησή της προς τους βουλευτές:
1) Για τα εισοδήματα (κέρδη) από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα τα οποία αποκτώνται από την 1η-1-2016 και μετά, η αυτοτελής φορολόγηση με συντελεστή 13% καταργήθηκε. Με τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 112 του ν. 4387/2016 προβλέπεται πλέον ότι τα εισοδήματα (τα κέρδη) από αγροτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες φορολογούνται αυτοτελώς με βάση φορολογική κλίμακα στην οποία ισχύουν συντελεστές φόρου 22% για τα πρώτα 20.000 ευρώ του ετήσιου εισοδήματος, 29% για τα επόμενα 10.000 ευρώ, 37% για τα επόμενα 10.000 ευρώ και 45% για το υπερβάλλον τμήμα εισοδήματος.
2) Τα εισοδήματα από αγροτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν θα αθροίζονται με τυχόν εισοδήματα από άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες κι από μισθούς και συντάξεις. Αυτό σημαίνει ότι εάν κάποιος φορολογούμενος έχει εισοδήματα από επιχειρηματικές δραστηριότητες (ως έμπορος ή ελεύθερος επαγγελματίας) κι από μισθωτή εργασία και συντάξεις, τα οποία φορολογούνται αθροιστικά με την προαναφερθείσα κλίμακα, και παράλληλα έχει και εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, η παραπάνω κλίμακα θα εφαρμόζεται αυτοτελώς για το εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και ξεχωριστά για το άθροισμα του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα και του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
3) Σε περίπτωση που το εισόδημα προκύπτει μόνο από ατομική αγροτική δραστηριότητα, τότε ο φόρος θα μειώνεται κατά ένα ποσό που θα φθάνει μέχρι τα 1.900-2.100 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του φορολογούμενου. Ειδικότερα, για τους έχοντες εισόδημα προερχόμενο αποκλειστικά από αγροτική δραστηριότητα ή τουλάχιστον κατά 50% από αγροτική δραστηριότητα, οι οποίοι πληρούν και τις λοιπές προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό τους ως κατά κύριο επάγγελμα αγροτών (είναι κάτοχοι αγροτικών εκμεταλλεύσεων, τηρούν λογιστικά βιβλία, ασχολούνται επαγγελματικά με αγροτικές δραστηριότητες τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας τους και είναι ασφαλισμένοι οι ίδιοι και οι αγροτικές τους εκμεταλλεύσεις) προβλέπεται ότι από τον φόρο εισοδήματος που προκύπτει με βάση την προαναφερθείσα φορολογική κλίμακα εκπίπτει ποσό φόρου το οποίο φθάνει μέχρι τα 1.900 ευρώ για όσους δεν βαρύνονται με προστατευόμενα τέκνα, τα 1.950 ευρώ για όσους βαρύνονται με ένα προστατευόμενο τέκνο, τα 2.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με δύο προστατευόμενα τέκνα και τα 2.100 ευρώ για όσους βαρύνονται με τρία ή περισσότερα προστατευόμενα τέκνα. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα είναι ποσό μικρότερο της ισχύουσας κατά περίπτωση έκπτωσης φόρου, το ποσό του φόρου αυτού μηδενίζεται, δηλαδή το ποσό της έκπτωσης περιορίζεται στο ύψος του ποσού του αναλογούντος φόρου. Για ετήσια εισοδήματα από αγροτική δραστηριότητα άνω των 20.000 ευρώ το ποσό της έκπτωσης αυτής μειώνεται κατά ένα ποσό ίσο με ποσοστό 1% επί της διαφοράς μεταξύ του συνολικού ετήσιου εισοδήματος από αγροτική δραστηριότητα και του ποσού των 20.000 ευρώ.
4) Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία αποκτάται εισόδημα από μισθούς και συντάξεις μαζί με εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, οι παραπάνω μειώσεις του φόρου υπολογίζονται μία φορά για το σύνολο των εισοδημάτων. Κατά την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης δεν γίνεται καμία διάκριση σχετικά με το εάν κάποιος έχει ενταχθεί ή όχι σε κάποιο από τα καθεστώτα του ΦΠΑ (έμμεση φορολογία). Για όσους δηλώσουν εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα είναι απαραίτητη η συμπλήρωση του εντύπου Ε3 (Πίνακας ΣΤ’), ανεξάρτητα από το αν υπάρχει απαλλαγή ή όχι από την τήρηση βιβλίων και ανεξάρτητα την ένταξή τους ή όχι στο ειδικό ή στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.
4) Η Διεύθυνση Εφαρμογής Άμεσης Φορολογίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων βρίσκεται ήδη σε επικοινωνία με τη Διεύθυνση Πληρωμών Αγροτικής Ενίσχυσης του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης ούτως ώστε οι βεβαιώσεις που θα χορηγεί ο ΟΠΕΚΕΠΕ (και κατ’ επέκταση η καταχώρησή τους στο Έντυπο Ε3) θα φέρουν τους απαραίτητους χαρακτηρισμούς για την ορθή φορολογική αντιμετώπιση των αγροτικών επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 112 του ν. 4387/2016.
5) Οι επιδοτήσεις/ενισχύσεις και αποζημιώσεις που αφορούν σε προγενέστερες χρήσεις συνοδεύονται με σχετικές βεβαιώσεις που πιστοποιούν σε ποια χρήση αντιστοιχούν και θα δηλωθούν με συμπληρωματικές δηλώσεις στα έτη που δημιουργήθηκε το δικαίωμα γι’ αυτές τις επιδοτήσεις. Η καταχώρηση των αγροτικών αυτών επιδοτήσεων/ενισχύσεων στις συμπληρωματικές δηλώσεις θα γίνεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες οδηγίες της Διοίκησης (σχετική η ΠΟΛ.1116/10.6.2015).