Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Εγωκεντρικοί, τεμπέληδες και άπιστοι, όπως θεωρούν ορισμένοι, ή καινοτόμοι, όπως πιστεύουν κάποιοι άλλοι, οι millennials μέχρι το 2020 θα αντιστοιχούν σε πάνω από το ένα τρίτο (35%) του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, δηλαδή θα έχουν ίσο μερίδιο με την generation X (35%) και μεγαλύτερο από την επόμενη γενιά (generation Z, 24%) και τους απερχόμενους babyboomers (6%).
Ως πρωταγωνιστές που επιφέρουν σαρωτικές αλλαγές στην κουλτούρα της εργασίας, οι millennials βρίσκονται στο επίκεντρο των ερευνητών.
Είναι οι απόγονοι μιας γενιάς που γνώρισε τι σημαίνει αβεβαιότητα και επισφαλείς θέσεις εργασίας τις προηγούμενες δεκαετίες και κλήθηκαν να εισέλθουν στην αγορά κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας ύφεσης, με ρεκόρ ανεργίας στους νέους, με ταχύτατα μεταβαλλόμενους επιχειρηματικούς κύκλους και αύξηση της ζήτησης για νέες δεξιότητες, τις οποίες οι ίδιοι λένε συχνά ότι στερούνται, λόγω έλλειψης σχετικής εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, όπως είναι φυσικό, οραματίζονται αλλιώς το εργασιακό τους μέλλον.
Μονιμότητα, πρόωρη συνταξιοδότηση στα 50 ή στα 60 είναι… αρχαίες τάσεις. Στον 21ο αιώνα η σταδιοδρομία χαρακτηρίζεται από συνεχείς εναλλαγές εργασιακού περιβάλλοντος, ακόμη και αντικειμένου ενασχόλησης, καθώς και από τακτικά… διαλείμματα.
Αυτό σημαίνει ότι το εργατικό δυναμικό χρειάζεται άλλη εκπαίδευση, άλλη προπόνηση και άλλα εφόδια για να «τρέξει» τον μαραθώνιο που απαιτούν οι σύγχρονες οικονομικές συνθήκες και εντέλει χρειάζεται τεχνικές και προσωπικές δεξιότητες γύρω από την τεχνολογία για να είναι μακροπρόθεσμα απασχολήσιμο.
Τα παραπάνω αποτελούν καλούς λόγους για έρευνα γύρω από το προφίλ των νεοεισερχόμενων, που φαίνεται ότι έρχονται για να καταργήσουν τα στερεότυπα, σύμφωνα με την έρευνα «Millennial Careers: 2020 Vision» της ManpowerGroup, που δείχνει ότι περίπου οι 7 στους 10 millennials (68% παγκοσμίως, 75% στην Ελλάδα), όταν πρόκειται για την καριέρα τους, θεωρούν ότι αυτό που διασφαλίζει την πορεία τους στην αγορά εργασίας σε μακροχρόνιο ορίζοντα είναι η ανάπτυξη τεχνικών και προσωπικών δεξιοτήτων και όχι τόσο οι ηγετικές δεξιότητες (32% παγκοσμίως και 25% στην Ελλάδα), που θα επέλεγαν προηγούμενες γενιές.
Επίσης όταν καλούνται να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητες που θέτουν, μόλις 2 στους 10 δηλώνουν ότι επιδιώκουν ηγετικούς ρόλους (22% παγκοσμίως, 18% στην Ελλάδα).
Από την έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας ρωτήθηκαν 19.000 millennials από 25 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, προκύπτει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι μισθολογικές απολαβές παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία των υποψηφίων.
Συγκεκριμένα, από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στην ερώτηση που σχετίζεται με τους πιο σημαντικούς επαγγελματικούς στόχους, οι τρεις παράμετροι που ξεχωρίσουν είναι: υψηλές αμοιβές, θετική συνεισφορά και συνεργασία με σημαντικά άτομα.
Το ίδιο ποσοστό συμμετεχόντων, τόσο σε παγκόσμια κλίμακα όσο και στη χώρα μας, ήτοι το 23%, θεωρεί προτεραιότητα τις υψηλές αμοιβές.
Ωστόσο, οι Έλληνες δίνουν μεγαλύτερο σκορ στη θετική συνεισφορά, 26%, έναντι 21% παγκοσμίως, ενώ ιεραρχούν στην τρίτη θέση των σημαντικότερων στόχων τους τη συνεργασία με σημαντικούς ανθρώπους στον εργασιακό βίο, δίνοντας σκορ 19% έναντι 20% παγκοσμίως.
Είναι σαφές ότι οι millennials αναζητούν ένα πλαίσιο εργασίας στο οποίο να πιστεύουν, καθώς επίσης και ένα περιβάλλον ανάπτυξης των δεξιοτήτων τους μέσα από την εκπαίδευση, που να τους επιτρέπει να διαμορφώσουν την προσωπική τους καριέρα («career for me»), την καριέρα δηλαδή που επιζητά ο καθένας για τον εαυτό του.
Συνεργατική ηγεσία
Όπως σχολιάζει η Φανή Κλειδά, διευθύνουσα σύμβουλος της ManpowerGroup, οι millennials ανατρέπουν την επαγγελματική προσδοκία του να «γίνω αφεντικό» και κάνουν κυρίαρχη προσδοκία καριέρας τη θετική συνεισφορά στην κοινωνία.
Όπως εξηγεί, το 2020 θα αποτελούν το 1/3 του ενεργού εργασιακού πληθυσμού, αποτελώντας μια νέα γενιά ηγετών, η οποία θα ασκεί συνεργατική ηγεσία μέσω ενεργής ακοής και εκπλήρωσης των εταιρικών στόχων με εμψύχωση των εργαζομένων. «Τακτικές όπως αυτή του “αποφασίζω και επιβάλλω” δεν έχουν απήχηση στους millennials», προσθέτει, μεταξύ άλλων.
Επίσης όταν οι millennials μιλούν για ασφάλεια στην εργασία, δεν εννοούν κατ’ ανάγκη μια δουλειά που θα έχουν για μια ζωή, όπως πιθανόν θα έλεγαν εκπρόσωποι παλαιότερων γενεών. Οι millennials αντιλαμβάνονται την ανάγκη για συνεχή ανάπτυξη δεξιοτήτων ώστε να παραμένουν απασχολήσιμοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ManpowerGroup, κατά 93% οι millennials θέλουν τη διά βίου μάθηση και είναι πρόθυμοι να διαθέσουν προσωπικό χρόνο και χρήμα για περαιτέρω κατάρτιση, ενώ 4 στους 5 θεωρούν την ευκαιρία να μάθουν νέες δεξιότητες ως έναν κορυφαίο παράγοντα κατά την εξέταση μιας νέας θέσης εργασίας.
Δεξιότητες vs Διασυνδέσεις
Αυτή η νοοτροπία των millennials δείχνει ότι βλέπουν τις επιμέρους θέσεις εργασίας ως εφαλτήριο για αυτοβελτίωση, ενώ εξίσου ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι η επιτυχία γι’ αυτούς εξαρτάται περισσότερο από τις δεξιότητες και λιγότερο από τις διασυνδέσεις.
Συγκεκριμένα, σε ποσοστό 46% θεωρούν ότι οι δεξιότητες είναι αυτές που θα τους δώσουν το εισιτήριο για μια προαγωγή, ενώ με σκορ 45% ακολουθεί η καλή επίδοση στα τρέχοντα καθήκοντα, με 35% η απόκτηση εμπειρίας μέσα από νέους ρόλους που τους ανατίθενται και μετά ακολουθούν οι καλές διασυνδέσεις, με 28%.
Η αναζήτηση ευκαιριών (23%), η καλή σχέση με έναν διευθυντή (17%) και η καλή τύχη (16%) είναι ορισμένοι ακόμη από τους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη.
Η αναγνώριση και η επιβεβαίωση είναι σημαντικοί παράγοντες για τους μισούς millennials όταν εξετάζουν το ενδεχόμενο αναζήτησης άλλου εργοδότη.
Όταν καλούνται να περιγράψουν την τρέχουσα εργασία τους, αλλά και πώς προσδοκούν την επόμενη διαπιστώνεται ότι οι 3 στους 4 (73%) απασχολούνται full time, αλλά πολλοί είναι ανοιχτοί σε εναλλακτικές τάσεις όπως η αυτοαπασχόληση (34%) και το freelancing (28%).
Καθώς η τεχνολογική καινοτομία αλλάζει τον τρόπο εργασίας, όλο και περισσότερο η επιτυχία στην καριέρα σχετίζεται με την ικανότητα των υποψηφίων να προσαρμόζονται, μαθαίνοντας νέα πράγματα. Κι αυτή την ικανότητα (learnability) οι εργοδότες πρέπει να την επιβραβεύσουν.
Εκπαίδευση και ανάπτυξη
Στο παρελθόν, οι εργοδότες είχαν περισσότερο χρόνο, managers και πόρους για την ανάπτυξη των ανθρώπων τους. Σήμερα θέλουν να δημιουργήσουν αξία γρήγορα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να αναγνωρίζουν τους ανθρώπους με ικανότητες.
Τα χαρακτηριστικά των πιο ικανών στο να μάθουν νέα πράγματα είναι: η αισιοδοξία τους για τις προοπτικές απασχόλησης, η σιγουριά για την ικανότητά τους να βρουν άλλη δουλειά, η προθυμία τους για κατάρτιση ακόμη κι αν χρειαστεί να σπαταλήσουν προσωπικό χρόνο και πόρους ή ακόμη κι αν πρέπει να μετακινηθούν για τον σκοπό αυτό.
Στο δείγμα της έρευνας αυτή η ομάδα (high learners) αντιστοιχεί στο 29% και είναι άνθρωποι με πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (66%), οι οποίοι στην πλειοψηφία τους (69%) αμείβονται με μισθούς πάνω από τον μέσο όρο στη χώρα τους και αισθάνονται προετοιμασμένοι από το εκπαιδευτικό σύστημα για να βρουν δουλειά (63%).
Οι δυνητικά ικανοί να μάθουν νέα πράγματα (potential learners) είναι η πολυπληθέστερη ομάδα και αντιστοιχούν στο 64%. Είναι πρόθυμοι να δαπανήσουν προσωπικό χρόνο και πόρους για να εκπαιδευτούν, αλλά έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και αισθάνονται ότι έχουν λιγότερες ευκαιρίες.
Είναι κι αυτοί απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (57%), αμείβονται κατά πλειοψηφία (60%) πάνω από τον μέσο μισθό και σε γενικές γραμμές (54%) θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα τους έχει προετοιμάσει για την αγορά εργασίας.
Μια μικρή μειοψηφία (7%) είναι οι millennials που δεν έχουν πολλές ικανότητες να προσαρμοστούν (low learners) διότι έχουν μικρή ή καθόλου όρεξη να μάθουν και είναι απρόθυμοι να διαθέσουν χρόνο και χρήμα γι’ αυτόν το σκοπό. Οι μισοί από αυτούς (49%) έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αμείβονται πάνω από το μέσο μισθό στη χώρα τους (54%) και αισθάνονται προετοιμασμένοι για την αγορά εργασίας (49%).