Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
«Πάγωσαν» ξαφνικά οι ζυμώσεις που γίνονται εδώ και δύο χρόνια περίπου στο παρασκήνιο και που αφορούν την αναβίωση της ναυπηγικής και επισκευαστικής βιομηχανίας της χώρας. Με επίκεντρο τα δύο μεγάλα ναυπηγεία (Σκαραμαγκά και Ελευσίνας) είχε στηθεί ένα ατελείωτο γαϊτανάκι σκληρών παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων, προκειμένου να βρεθεί λύση και τα δύο ναυπηγεία να βγουν από το σημερινό αδιέξοδο, αφού ουσιαστικά παραμένουν ανενεργά.
Σε όλα τα σχέδια, όμως, από όποια πλευρά κι αν προέρχονται, οι εμπλεκόμενοι έχουν κατεβάσει ταχύτητα. Αιτία, επισημαίνουν στη «Ν» άνθρωποι που παρακολουθούν τις εξελίξεις από κοντά, η πληροφορία που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον ΟΛΠ, ότι οι Kινέζοι ξεκίνησαν τις διαδικασίες προκειμένου να φέρουν πλωτή δεξαμενή 300.000 τόνων στον Πειραιά.
Η έλευση των Κινέζων της Cosco στον ΟΛΠ αλλάζει, όπως φαίνεται, τις ισορροπίες αφού μέχρι σήμερα στο λιμάνι του Πειραιά και στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη γίνονταν επισκευές σε πλοία συγκεκριμένου μεγέθους, ενώ τα μεγάλα πλοία που ήθελαν δεξαμενισμό πήγαιναν στα ναυπηγεία.
Η αγορά όμως δεξαμενής 300.000 τόνων από τη νέα διοίκηση του ΟΛΠ αλλάζει τα δεδομένα, αφού βάζει και τρίτο παίκτη στο παιχνίδι, με αποτέλεσμα όλοι να αποζητούν συνάντηση με την Cosco προκειμένου να αποσαφηνίσουν τις προθέσεις αλλά και τους στόχους.
Το «νέο αφεντικό» στο λιμάνι εκτός από τη δυναμική που του δίνει ο ίδιος ο ΟΛΠ, έχει από πίσω της έναν τεράστιο στόλο που μπορεί να στηρίξει τις ναυπηγοεπισκευαστικές δραστηριότητες. Παράλληλα και οι σχέσεις που έχει αναπτύξει ο κινεζικός όμιλος με τον ελληνικό εφοπλισμό, τόσο σε επίπεδο ναυπηγήσεων στην Κίνα όσο και σε επίπεδο ναυλώσεων των ελληνικών συμφερόντων πλοίων, της δίνουν το συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στον οποιονδήποτε ανταγωνιστή. Ένα τρίτο στοιχείο είναι ότι οι Κινέζοι θεωρούνται ετοιμοπόλεμοι, ενώ στα ναυπηγεία Ελευσίνας και Σκαραμαγκά χρειάζεται αρκετός χρόνος, αν όλα πάνε καλά, προκειμένου να επαναδραστηριοποιηθούν πλήρως.
Τα σχέδια
Στα σχέδια απεμπλοκής των ναυπηγείων, ακόμα ένα πρόβλημα βάζει η έξοδος από την κυβέρνηση της Θεοδώρας Τζάκρη, η οποία φιλοδοξούσε να δώσει ώθηση στον κλάδο, ως υφυπουργός Βιομηχανίας. Η νέα πολιτική ηγεσία στο υπουργείο Ανάπτυξης θα ξεκαθαρίσει το επόμενο διάστημα τις προθέσεις της, αλλά είναι αμφίβολο αν θα υιοθετήσει το σχέδιο της προηγούμενης υπουργού. Ωστόσο, όπως επεσήμαναν κυβερνητικές πηγές στη «Ν», στόχος είναι να ξαναλειτουργήσουν τα δύο ναυπηγεία, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν βαριά βιομηχανία για τη χώρα.
Όσον αφορά το μέλλον για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά υπάρχει η σκέψη, εφόσον λυθούν δικαστικά τα ζητήματα με τον σημερινό ιδιοκτήτη Ισκαντάρ Σάφα, να βγουν σε διεθνή διαγωνισμό «καθαρά». Χωρίς δηλαδή να χρωστούν τα περίπου 550 εκατ. ευρώ προς το ελληνικό κράτος, όπως έχουν αποφασίσει τα ευρωπαϊκά όργανα (Επιτροπή και Δικαστήριο) για παράνομες επιδοτήσεις. Σε αυτή την περίπτωση έχει εκφράσει ενδιαφέρον να αναμιχθεί στις εξελίξεις η Cosco, έχοντας θέσει όμως σαν απαραίτητη προϋπόθεση να έχουν κλείσει όλες οι πληγές που ταλαιπωρούν τα συγκεκριμένα ναυπηγεία.
Εφόσον η κατάσταση με τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά δεν ξεκαθαρίσει γρήγορα -η αντιδικία ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και την ιδιοκτησία της εταιρείας με φόντο διεκδικήσεις άνω του 1 δισ. ευρώ- υπάρχει η σκέψη να δημιουργηθεί ενιαίος φορέας. Θα αποτελείται από τα ναυπηγεία Ελευσίνας και τη μεγάλη δεξαμενή των ναυπηγείων Σκαραμαγκά, που με νόμο έχει περάσει και πάλι στο ελληνικό Δημόσιο, αν και η πλευρά Σάφα το αμφισβητεί και αυτό νομικά. Για το σχέδιο αυτό πάντως καταγράφεται έντονο ελληνικό ενδιαφέρον.
Τα ναυπηγεία της Ελευσίνας μάλιστα τους τελευταίους μήνες έχουν ξεκινήσει ένα ευρύ διάλογο με φορείς της ναυτιλίας αλλά και του κράτους προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα ναυπήγησης πλοίων στην Ελλάδα με χρηματοδότηση μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Προκειμένου να ξαναλειτουργήσουν κανονικά τα ναυπηγεία της Ελευσίνας υπολογίζεται ότι χρειάζονται περίπου 4 εκατ. ευρώ για την επισκευή της δεξαμενής που βούλιαξε πριν από τρία χρόνια. Επίσης, σύμφωνα με μελέτη εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων, η εταιρεία προκειμένου να χαρακτηριστεί βιώσιμη χρειάζεται περίπου 30 εκατ. ευρώ τζίρο σε ετήσια βάση.
Εκτός από τις βλέψεις για ναυπήγηση πλοίων, από ferries μέχρι μικρά φορτηγά νέας τεχνολογίας, το τελευταίο διάστημα έχουν πληθύνει και οι φωνές από την πλευρά του ελληνικού εφοπλισμού, που εκφράζουν πρόθεση να φέρουν πλοία τους στην Ελλάδα προκειμένου να κάνουν επισκευές. Όπως όμως επισημαίνουν στη «Ν» κύκλοι της αγοράς η πρόθεση από τους εφοπλιστές υπάρχει, ήδη φέρνουν πλοία για επισκευές, αλλά δεν υπάρχει ακόμα ένας κεντρικός πυρήνας που θα σχεδιάσει συντεταγμένα και θα υλοποιήσει ένα πρόγραμμα προσέλκυσης εμπορικών πλοίων για επισκευές.
Η αντιδικία με τον Ισκ. Σάφα
Η ελληνική κυβέρνηση και η πλευρά της ιδιοκτησίας των ναυπηγείων Σκαραμαγκά βρίσκονται σε ανοικτή δικαστική διαμάχη από το 2012. Το ελληνικό Δημόσιο έχει ξεκινήσει τη διεκδίκηση των 250 εκατ. ευρώ (περίπου 550 εκατ. μαζί με τους τόκους), την οποία καταβάλλει προσπάθειες να σταματήσει με σειρά ασφαλιστικών μέτρων η πλευρά του μεγαλομέτοχου των ναυπηγείων Ισκαντάρ Σάφα.
Επίσης, η πλευρά των ναυπηγείων έχει κινηθεί στη διεθνή διαιτησία διεκδικώντας αποζημιώσεις ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ από το ελληνικό Δημόσιο.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Σάφα επισημαίνει ότι στην ουσία εξαπατήθηκε από το ελληνικό Δημόσιο και διεκδικεί ένα μεγάλο ποσό ως όγκο εργασιών που θα μπορούσε να «κλείσει» για τα ναυπηγεία, αλλά λόγω των απαγορεύσεων (που δεν γνώριζε) τις έχασε.
Τον προηγούμενο μήνα επίσης, κατέθεσε αίτημα για διαιτησία κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας στο Διεθνές Κέντρο της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Επίλυση Επενδυτικών Αντιδικιών (ICSID).
Ο κ. Σάφα διεκδικεί τα ατομικά δικαιώματά του υπό την ιδιότητα του επενδυτή στα ΕΝΑΕ και στο πλαίσιο της Διμερούς Συνθήκης Επενδύσεων μεταξύ του Λιβάνου και της Ελλάδας.
Αλλά και το ελληνικό Δημόσιο έχει στραφεί κατά της πλευράς Σάφα και έχει καταθέσει claims στο διεθνές διαιτητικό δικαστήριο.
Το ελληνικό Δημόσιο σε μια αγωγή στην οποία δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί το ποσό, το οποίο υπολογίζεται σε αρκετά δισ. ευρώ, ζητεί αποζημίωση για θέματα που έχουν να κάνουν με τις καθυστερήσεις στην παράδοση των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού, θέτοντας ζητήματα εθνικής άμυνας.