Τον καθορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το δημόσιο χρέος επιδιώκει η κυβέρνηση, όπως είπε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης μιλώντας στην Υποεπιτροπή της Βουλής για την απομείωση του Δημόσιου Χρέους. Σημείωσε επίσης ότι έως το 2019 θα μειωθούν οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές, υπογραμμίζοντας ότι είναι κρίσιμο να αυξηθεί η φορολογική βάση.
«Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ακόμη και αν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, δεν υλοποιηθούν τώρα, αλλά στο τέλος του προγράμματος, όπως προβλέπεται στη συμφωνία του Eurogroup, η παραμετροποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων να γίνει τώρα», είπε ο Γ. Χουλιαράκης.
Πρόσθεσε ότι «πρόταση μας είναι, όχι μόνο για να ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και για να δώσουμε από τώρα το σήμα στις αγορές και στην ιδιωτική οικονομία, ότι σε χρονικό ορίζοντα δύο ετών, το 2019, θα υπάρχει ο κατάλληλος δημοσιονομικός χώρος για να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές και των επιχειρήσεων και αντίστοιχα οι συντελεστές κοινωνικής ασφάλισης».
Τόνισε ότι πρέπει να υπάρχει «μια αξιόπιστη δέσμευση τώρα ότι τα οφέλη που προκύπτουν από μία μείωση πρωτογενών πλεονασμάτων συμβατή με την απόφαση του Eurogroup, θα οδηγήσουν σε τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και σε ενάρετο κύκλο την ελληνική οικονομία, που προφανώς είναι σε όφελος, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης».
Αναφερόμενος στο θέμα της απομείωσης του δημόσιου χρέους ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αποτελεί έναν κρίσιμο κρίκο στην πορεία εξόδου της χώρας από την κρίση». Όμως, πρόσθεσε, «η απομείωση του δημόσιου χρέους δεν αποτελεί πανάκεια».
Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την βιωσιμότητα του χρέους, συνέχισε ο Γ. Χουλιαράκης, είναι τέσσερις: α) οι ρυθμοί μεγέθυνσης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε σταθερές τιμές, σε πραγματικούς όρους, β) το ύψος των ονομαστικών επιτοκίων με το οποίο δανείζεται η χώρα στις διεθνής αγορές, γ) ο πληθωρισμός και δ) το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.
«Δύο από αυτούς τους παράγοντες είναι εξωγενείς. Ακόμη κι αν συμφωνήσουμε ότι το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων θα μειωθεί όπως πρέπει να μειωθεί, ακόμη αν δεχθούμε ότι ο πληθωρισμός μεσομακροχρόνια θα είναι στο επίπεδο των στόχων που θέτει η ΕΚΤ, δηλαδή στο 2%, οι άλλες δύο μεταβλητές που προσδιορίζουν την βιωσιμότητα του χρέους (ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας και τα επιτόκια δανεισμού) είναι ενδογενείς μεταβλητές. Ο ρυθμός μεγέθυνσης της Οικονομίας μακροχρόνια συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή τις δομικές αδυναμίες που οδήγησαν την ελληνική οικονομία και το δημόσιο χρέος εδώ που το έφεραν το 2010», υπογράμμισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.
Έθεσε το ζήτημα της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Ανέφερε ότι ιστορικά η ελληνική οικονομία έχει πολύ μικρή φορολογική βάση, και αυτό «υποχρεώνει κυβερνήσεις διαδοχικά – το κάναμε κι εμείς τον προηγούμενο χρόνο – σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών που επιβαρύνει ειλικρινείς και συνεπείς φορολογούμενους. Η αύξηση αυτή είναι τροχοπέδη για την μακροχρόνια ανάπτυξη».
«Η αντιμετώπιση της παθογένειας της πολύ στενής φορολογικής βάσης, είναι προϋπόθεση για υγιείς μακροχρόνιους ρυθμούς μεγέθυνσης και αυτό είναι δική μας δουλειά», είπε και συνέχισε λέγοντας ότι «το δε επιτόκιο δανεισμού, που επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες, επηρεάζεται όμως σε ένα βαθμό και από την αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή από την ικανότητα της χώρας να διατηρεί μεσομακροπρόθεσμα τα χαμηλά ρεαλιστικά αλλά θετικά δημοσιονομικά ισοζύγια».
«Όταν η οικονομία μπαίνει σε ύφεση, οι οικονομικές αρχές πρέπει να έχουν την ευελιξία να εφαρμόσουν μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, άρα να αποδέχονται λελογισμένα ελλείμματα. Μεσομακροχρόνια όμως, ο λόγος που κλονίστηκε η αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής είναι γιατί οι προηγούμενες κυβερνήσεις παρήγαγαν ελλείμματα ανεξάρτητα με το αν η οικονομία ήταν σε ύφεση ή ανάκαμψη. Τα κίνητρα ήταν οι πελατειακές σχέσεις. Αυτή η μεροληψία υπέρ της παραγωγής ελλειμμάτων πρέπει να φύγει. Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας πρέπει να ολοκληρωθεί – και γι αυτό δουλεύουμε – και αυτό θα οδηγήσει σε μακροχρόνια χαμηλά επιτόκια δανεισμού» υπογράμμισε.
«Κρίσιμη η αναδιάρθρωση του χρέους, πρέπει να γίνει, πρέπει να επιδιώκουμε τώρα την παραμετροποίησή της, και για να πειστούν οι αγορές ότι το χρέος είναι βιώσιμο και για να ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να συνεχιστεί η μάχη απέναντι στις ελληνικές παθογένειες και η αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας», κατέληξε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.
naftemporiki.gr