«Η επικείμενη εκκαθάριση των κόκκινων τραπεζικών δανείων, θα δώσει μεγάλη ώθηση στην οικονομία» ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΕΕΒΕ) Μιχάλης Μαΐλλης, απευθύνοντας χαιρετισμό την Παρασκευή, στο επίσημο δείπνο της πρώτης ημέρας του διήμερου πολυσυνεδρίου Capital + Vision με τίτλο «Ανάπτυξη και Επενδύσεις: Δημιουργώντας προοπτικές για την ελληνική οικονομία», που διοργάνωσε για έκτη συνεχή χρονιά το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο.
Ο κ. Μαΐλλης αναφερόμενος στην εικόνα που παρουσιάζει η αγορά, υπογράμμισε ότι «στην πιο δύσκολη περίοδο της κρίσης, αυτή που διανύουμε τώρα, ακούμε από πολλές επιχειρήσεις - μέλη μας ότι πάνε καλά και ότι σημειώνουν ακόμη και αύξηση τζίρου. Δεδομένου ότι, στην παρούσα φάση, η κατάσταση της οικονομίας είναι στα χειρότερά της και η συνεχιζόμενη πτώση της κατανάλωσης έχει μικρύνει τη συνολική πίτα, η μόνη εξήγηση για το φαινόμενο αυτό είναι ότι στα χρόνια της κρίσης, έχει συντελεσθεί και μία εξυγίανση, μία επωφελής εξυγίανση της αγοράς», ανέφερε για να προσθέσει αμέσως μετά: «το κλείσιμο 250.000 επιχειρήσεων, το τραγικό κλείσιμο που οδήγησε στο 25% πτώσης του ΑΕΠ και στην εκτόξευση της ανεργίας, προφανώς συνετέλεσε στο παράπλευρο αυτό όφελος».
Ο πρόεδρος του ΕΕΒΕ, σχολίασε ως διπλή μάστιγα για την χώρα, την παραοικονομία που υπολογίζεται στα 40 δισ. ευρώ και την φοροδιαφυγή που φθάνει στα 10 δισ. ευρώ, καθ’ ότι, όπως είπε, είναι οι δύο κύριες αιτίες που η κατανομή των φόρων στην Ελλάδα υπήρξε πάντα άνιση και άδικη.
Σημείωσε, ωστόσο, ότι με την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, λόγω capital controls και τις νέες μηχανογραφικές δυνατότητες των φορολογικών αρχών για ηλεκτρονικές διασταυρώσεις, αρχίζει να σημειώνεται σημαντική προοπτική διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, με παράλληλη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων.
Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του κ. Μαΐλλη και στην επικείμενη εκκαθάριση των κόκκινων τραπεζικών δανείων, που, όπως είπε, «θα δώσει επίσης μεγάλη ώθηση στην οικονομία, διότι, αφενός, οι βιώσιμες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις θα αναδιαρθρωθούν και με έναν εκλογικευμένο δανεισμό θα μπορέσουν να επαναλειτουργήσουν και να αναπτυχθούν, αφετέρου, οι μη βιώσιμες, όσο σκληρό κι αν είναι, θα εκκαθαρισθούν, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση και αξιοποίηση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων, θα συμβάλλουν στην περαιτέρω εξυγίανση της αγοράς και την απελευθέρωση πόρων και τραπεζικής ρευστότητας, προς μεγάλο όφελος των ζωντανών επιχειρήσεων, που αυτή τη στιγμή ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας».
Στην συνέχεια, ο ίδιος σημείωσε: «Είναι επιτακτική ανάγκη ο πολιτικός κόσμος να αναλάβει τις ευθύνες του και να αποφασίσει τις κατάλληλες πολιτικές για να βγει το γρηγορότερο και οριστικά η χώρα από αυτόν τον διαρκή, καθοδικό, φαύλο κύκλο της ύφεσης και για να δημιουργήσει στον τόπο μία νέα πορεία ουσιαστικής ανάπτυξης και ευημερίας».
Τέλος, ο πρόεδρος του επιμελητηρίου σχολίασε και το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων, «η υλοποίηση των οποίων -όπως οι επενδύσεις της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, της FRAPORT στα ελληνικά αεροδρόμια, της Lamda στο Ελληνικό- και η αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας του δημοσίου εν γένει, αναμένεται ότι θα δώσουν επίσης μία ισχυρή, αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία της χώρας, και θα συνοδευτούν και από πολλές έμμεσες επενδύσεις, οι οποίες θα επηρεάσουν θετικά το ΑΕΠ, δημιουργώντας, παράλληλα, νέες θέσεις μόνιμης εργασίας».
Από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής του επιμελητηρίου Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, ανοίγοντας τις εργασίες του συνεδρίου, υπογράμμισε το επενδυτικό ενδιαφέρον των Γερμανών για την Ελλάδα. «Οι γερμανικές εταιρίες έχουν επενδύσεις στη χώρα μας που ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια, απασχολώντας 29.000 εργαζόμενους και παράγοντας τζίρο 7 δισ. ευρώ» τόνισε ο Αθανάσιος Κελέμης, διευκρινίζοντας όμως ότι «γενικότερα η ροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων προς την Ελλάδα, θα εξαρτηθεί από την ανεμπόδιστη υλοποίηση του Ελληνικού προγράμματος, από το εμπρόθεσμο κλείσιμο και της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά και από μια σειρά πρωτοβουλιών, τις οποίες θα πρέπει να αναλάβει η κυβέρνηση, ώστε να τονώσει την επιχειρηματικότητα και να καταστήσει τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, περνώντας το μήνυμα στους ξένους επενδυτές ότι όχι μόνο θέλουμε τις επενδύσεις, αλλά και ότι είμαστε έτοιμοι να τις υποδεχθούμε».
Ο γενικός διευθυντής του EEBE παρουσιάσθηκε αισιόδοξος ότι «όλοι θα ξεπεράσουμε κλισέ και φοβίες και θα γυρίσουμε το βλέμμα μας προς την ανάπτυξη με αισιοδοξία».
Πηγή: ΑΜΠΕ