Ως «σοβαρό λάθος» περιγράφουν το ενδεχόμενο μη συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα οι Financial Times, σε άρθρο γνώμης τους, με τίτλο «Το ΔΝΤ πρέπει να μείνει στην ελληνική ομάδα διάσωσης».
«Σε κάποιο χρονικό σημείο, η Γερμανία και η υπόλοιπη Ευρωζώνη πιθανόν να αποφασίσουν ότι θα προτιμούσαν να μην έχουν το ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης, εάν αυτό σημαίνει ότι θα μπορέσουν να αποφύγουν μία μείωση της αξίας του χρέους. Αυτό θα ήταν σοβαρό λάθος», σημειώνει η εφημερίδα, προσθέτοντας: «Αποβάλλοντας τον αγγελιοφόρο, επειδή το μήνυμα δεν αρέσει στην Ευρωζώνη, δεν αποτελεί μία συνετή πορεία δράσης».
Το άρθρο σημειώνει πως «αν και η ελληνική κυβέρνηση τα πήγε καλύτερα από ότι πολλοί σκεπτικιστές φοβόντουσαν μετά την αναστάτωση από το περυσινό δημοψήφισμα και την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού, τα μέτρα που έχει θεσπίσει είναι πολύ απίθανο να κάνουν μία ουσιαστική διαφορά για την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα».
Οι επανειλημμένες προειδοποιήσεις από το ΔΝΤ ότι η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο δημοσιονομικό περιθώριο - και, εάν είναι ανάγκη, ελάφρυνση του χρέους - είναι πιο κατάλληλες για την αντιμετώπιση των άμεσων προτεραιοτήτων της Ελλάδας, εκτιμά η εφημερίδα. «Εάν οι αρχές της Ευρωζώνης θέλουν να μετατρέψουν τα πρόσφατα εύθραυστα επιτεύγματα της Αθήνας σε ανάπτυξη, θα πρέπει να κοιτάξουν στην πλευρά της ζήτησης της οικονομίας και την αποτελεσματικότητα της παραγωγής της», προσθέτει.
«Το ΔΝΤ έχει δίκαιο. Η Ελλάδα έχει κάνει κάποιες αξιοσημείωτες αλλαγές στην οικονομία της, αν και από μία εξαιρετικά δυσλειτουργική βάση. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι γενικά συσταλτικές βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα», σημειώνει το άρθρο, προσθέτοντας ότι «πρέπει να συνοδευθούν από υποστηρικτική δημοσιονομική πολιτική».
Το άρθρο αναφέρει ακόμη: «Όπως το Ταμείο επισημαίνει, η Ελλάδα έχει κάνει ήδη μία τεράστια προσπάθεια για την εξάλειψη του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από τα διψήφια ποσοστά που ανέρχονταν, μέσα σε έξι χρόνια. Βασίσθηκε, όμως, σε εφάπαξ προσαρμογές και την αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε μία στενή βάση, στρατηγικές που είναι απίθανο να είναι βιώσιμες. Τα σημερινά σχέδια για τη διατήρηση ενός πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ στο πιο μακρινό μέλλον και στη διατήρηση, παρά ταύτα, υψηλών ρυθμών ανάπτυξης για τη μείωση του βάρους του κρατικού χρέους, δεν είναι ρεαλιστικά. Και ενώ οι αναδιαρθρώσεις έχουν μειώσει ήδη την καθαρή παρούσα αξία του ελληνικού χρέους, παραμένει ακόμη αυτό πολύ υψηλό και μπορεί να περιορίζει την εμπιστοσύνη».