Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Η Ελλάδα εγείρει επισήμως πλέον θέμα μείωσης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο μετά το τέλος του 3ου μνημονίου, δηλαδή μετά το 2018.
Η ελληνική πλευρά, θέλει να κατεβάσει τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% για τη διετία 2019-2020 και κάτω από το 2% για τις αρχές της επόμενης δεκαετίας.
Ουσιαστικά, το ελληνικό αίτημα ισοδυναμεί στην απαλοιφή δημοσιονομικών μέτρων ύψους 6 δισ. ευρώ, καθώς σε αυτό το ποσό αντιστοιχεί η διαφορά ανάμεσα στον ελληνικό και στον ευρωπαϊκό στόχο.
Το ελληνικό αίτημα «σκοντάφτει» στις έντονες αντιρρήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και ειδικά της Γερμανίας, η οποία δεν θέλει να εμπλακεί σε οποιαδήποτε συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα της μετά 3ου μνημονίου περιόδου από τώρα (και επ’ ουδενί πριν από τις γερμανικές εκλογές του 2017).
«Σύμμαχος» της Ελλάδας στο θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος θα είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο μέσα στο φθινόπωρο θα δημοσιεύσει την αναθεωρημένη έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, επαναφέροντας το αίτημά του για μέτρα διευθέτησης του ελληνικού χρέους, αλλά και μείωση των δημοσιονομικών στόχων για την περίοδο μετά το 2018.
Εν όψει της επικείμενης σκληρής διαπραγμάτευσης για το θέμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά το τι θα γράφει τελικώς το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που καλείται να καταθέσει άμεσα στη Βουλή η κυβέρνηση.
Δεδομένου ότι το νέο μεσοπρόθεσμο θα καλύπτει την περίοδο και μετά το 2018 (και συγκεκριμένα τις χρήσεις 2019 και 2020), το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να αποτυπώσει τις προβλέψεις στο κείμενο που θα ψηφιστεί από τη Βουλή.
Έτσι, η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει αν θα «συμπλεύσει» σε αυτή τη φάση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αναγράφοντας ως στόχο το ποσοστό του 3,5% ή αν θα πάει κόντρα στην ευρωπαϊκή βούληση κατεβάζοντας τον πήχη σε χαμηλότερα επίπεδα.
Η συγκεκριμένη απόφαση θα έχει περισσότερο πολιτικό και λιγότερο οικονομικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το μεσοπρόθεσμο μπορεί κάλλιστα να αναθεωρηθεί είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση.
Ακριβώς επειδή η απόφαση είναι κυρίως «πολιτική», δεν αποκλείεται η κατάθεση του μεσοπρόθεσμου να καθυστερήσει για τον Σεπτέμβριο, παρά το γεγονός ότι η ψήφιση του κειμένου αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση για τη β’ αξιολόγηση.
Τι χωρίζει την Ελλάδα με τους θεσμούς
Η απόσταση που χωρίζει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς από τη μία πλευρά και την ελληνική κυβέρνηση από την άλλη, όσον αφορά στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, είναι πολύ μεγάλη και φαίνεται καλύτερα αν ληφθούν υπ' όψιν οι απόλυτοι αριθμοί και όχι τα ποσοστά.
1. Για το 2019, η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν θα διαμορφωθεί στα 199 δισ. ευρώ (σ.σ.: ύστερα από ανάπτυξη 2,7% το 2017 και 3,1% το 2018).
Αυτό σημαίνει ότι για να παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού θα πρέπει να ξεπεράσουν τις δαπάνες κατά 6,9 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα, η ελληνική πρόταση για πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ κατεβάζει τον πήχη στα 4 δισ. ευρώ. Αυτή η διαφορά των 2,8 δισ. ευρώ ισοδυναμεί ουσιαστικά με… έναν ακόμη ΕΝΦΙΑ.
2. Για το 2020, το ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς προβλέπεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο στα 205,348 δισ. ευρώ ύστερα από ανάπτυξη 2,6% το συγκεκριμένο έτος. Έτσι, ο «ελληνικός στόχος» κατεβάζει τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος στα 4,1 δισ. ευρώ με την ευρωπαϊκή απαίτηση να ανεβάζει το ποσό στα 7,2 δισ.