Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
«Εάν η Ελλάδα συγκλίνει πλήρως με την Ευρώπη στη διείσδυση της χρήσης δεδομένων με παράλληλη επικράτηση ενός ευνοϊκού επενδυτικού πλαισίου, το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,2% (4,49 δισ. ευρώ) και τα δημόσια έσοδα κατά 2,06 δισ. ευρώ έως το 2020.
Αντιθέτως, με τη διατήρηση ή και επιδείνωση του υφιστάμενου περιβάλλοντος και διατήρηση της απόκλισης από την Ε.Ε., η επιπρόσθετη συμβολή των ψηφιακών επικοινωνιών στην οικονομία θα είναι μειωμένη (1,1% στο ΑΕΠ και μόλις 1 δισ. ευρώ δημόσια έσοδα έως το 2020)».
Οι παραπάνω εκτιμήσεις ανήκουν στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ), στο πλαίσιο της μελέτης που εκπόνησε για τον κλάδο των Κινητών Επικοινωνιών για λογαριασμό της Ένωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ) με τίτλο «Οι ψηφιακές επικοινωνίες ως πυλώνας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας».
Τα εμπόδια
Ως κύρια εμπόδια για την ανάπτυξη του κλάδου και τη μεγέθυνση του οφέλους για την ελληνική οικονομία η μελέτη του ΟΠΑ καταδεικνύει, κατά κύριο λόγο, τις εκκρεμότητες στην αδειοδότηση των σταθμών βάσης, την υπερφορολόγηση των υπηρεσιών και τις διαδικασίες κοστολόγησης του φάσματος.
Όπως επισημαίνεται, οι καθυστερήσεις στην αδειοδότηση από τις αρμόδιες υπηρεσίες και οι ασάφειες στη νομοθεσία συνεχίζουν να δημιουργούν σημαντικές καθυστερήσεις στην αδειοδότηση των σταθμών βάσης - την ομαλή ανάπτυξη των δικτύων και το ξεδίπλωμα των επενδύσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εξακολουθούν να απαιτούνται έως και δύο χρόνια για την αδειοδότηση σταθμών βάσης έναντι τεσσάρων μηνών που προβλέπει το νομοθετικό πλαίσιο.
Επιπλέον, οι εταιρείες έχουν κόστος διαχείρισης των σχετικών διοικητικών διαδικασιών που αφορούν το Δημόσιο, το οποίο φτάνει τα 28 εκατ., δηλαδή το 7% των συνολικών επενδύσεων του κλάδου κατ’ έτος.
Επίσης, με την επιβολή ειδικού τέλους κινητής τηλεφωνίας (το 2007 και το 2009) η Ελλάδα κατατάσσεται 1η στη φορολόγηση των κινητών επικοινωνιών στην Ε.Ε.-28, με τη συνολική φορολογική επιβάρυνση να φτάνει έως και το 49%.
Τα δε δημόσια έσοδα που προέρχονται από το ειδικό τέλος κινητής εμφανίζουν σταθερή συρρίκνωση τα τελευταία χρόνια, απόδειξη ότι οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών εντείνουν την ύφεση στον κλάδο, χωρίς να επιφέρουν τα επιθυμητά δημοσιονομικά οφέλη.
Η Ελλάδα αποτελεί ουραγό στις ψηφιακές επιδόσεις, καθώς βρίσκεται στην 26η θέση στην Ε.Ε.-28 και κατατάσσεται στην ομάδα των χωρών με τη χαμηλότερη επίδοση στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI - Digital Economy and Society Index). «Κύριος λόγος είναι», όπως αναφέρει η μελέτη, «ότι το επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα δεν ευνοεί τις επενδύσεις σε δίκτυα νέας γενιάς και την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών».
Η μελέτη του ΟΠΑ εντοπίζει σημαντικές ευκαιρίες από τη δημιουργία δικτύων νέας γενιάς και την αύξηση της χρήσης υπηρεσιών δεδομένων, τις οποίες η Πολιτεία θα μπορούσε να αξιοποιήσει για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Η συμβολή
Προσθέτει ακόμη ότι παρά το δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον και την ύφεση που αντιμετωπίζει ο κλάδος, οι κινητές επικοινωνίες έχουν αδιαμφισβήτητα σημαντική συμβολή στην ελληνική οικονομία, όπως καταδεικνύουν τα μεγέθη για το 2015: Συμβάλλουν με 9,5 δισ. ή 5,4% του ΑΕΠ συνεισφέροντας στα δημόσια έσοδα κατά 1,165 δισ. ευρώ.
Δημιουργούν 42,5 χιλιάδες θέσεις εργασίας άμεσα και έμμεσα. Περιορίζουν το κόστος υπηρεσιών τους στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Την περίοδο 2010-2015 το κόστος ομιλίας μέσω κινητών μειώθηκε κατά 45,5% και το κόστος χρήσης δεδομένων κατά 38,6%.
Αυξάνουν τις επενδύσεις κατά 35%, αποτελώντας μαζί με τη σταθερή τηλεφωνία τον 7ο σημαντικότερο κλάδο με συνολικές επενδύσεις 719 εκατ. ευρώ. Αποτελούν τον 3ο κλάδο σε παραγωγικότητα, που ανέρχεται σε 77 χιλ. ανά εργαζόμενο ετησίως.
Σημαντικές επενδύσεις
Ο γενικός διευθυντής της ΕΕΚΤ Γιώργος Στεφανόπουλος σχολίασε σχετικά: «Στα χρόνια της κρίσης, με τις σωστές επιλογές ο κλάδος της κινητής πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις.
Μόνο το 2015 η αύξηση ήταν 35%. Στα επόμενα χρόνια, διασφαλίζοντας με αυστηρότητα την ομαλή υλοποίηση των επενδύσεων, για τις οποίες έχουμε εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις αυτοχρηματοδότησής τους, το ψηφιακό μέλλον μπορεί να είναι συναρπαστικό και εξαιρετικά ωφέλιμο για τους πολίτες και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνολικά.
Είναι αυστηρά θέμα επιλογών και συνεργασίας πολιτείας και αγοράς».