Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
To 2015 αποτέλεσε έτος με αρνητικό ρεκόρ γεννήσεων για την Ελλάδα, καθώς έπειτα από αρκετά χρόνια ο αριθμός των βρεφών που αντίκρισαν ελληνικό φως, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μόλις που διατηρήθηκε πάνω από τις 92.000 και συγκεκριμένα με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ήταν μόλις 92.065.
Την ίδια στιγμή, το 2016 άρχισε με τα ληξιαρχεία να καταγράφουν και νέα μείωση γεννήσεων 1%-1,5%, ρυθμός που αναμένεται να έχει αυξηθεί τον Μάιο και ακόμη περισσότερο τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Κι αυτό γιατί αυτούς τους μήνες θα φανεί η μειωμένη διάθεση των Ελλήνων να αποκτήσουν παιδί κατά το προηγούμενο καλοκαίρι σε περιβάλλον capital controls!
Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία, πέρα από τη δημογραφική διάστασή τους, έχουν προκαλέσει έντονο προβληματισμό στα ιδιωτικά μαιευτήρια, τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν δει τους τζίρους τους να μειώνονται σε ποσοστό πάνω από 30%. Μάλιστα πρόσφατη μελέτη της ICAP υπολόγισε τον συνολικό τζίρο των ιδιωτικών μαιευτηρίων στα περίπου 190 εκατ. ευρώ το 2015, έναντι 280 εκατ. ευρώ το 2009, δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ για φέτος είναι πολύ πιθανό ο εν λόγω κύκλος εργασιών κινηθεί κάτω και από τα 180 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες εκπροσώπων του κλάδου των κλινικών, στην ελληνική επικράτεια λειτουργούν 70 δημόσια και 33 ιδιωτικά μαιευτήρια, όπου με βάση τα πρώτα στοιχεία πέρυσι γεννήθηκαν σε αυτά 83.398 παιδιά. Στα ιδιωτικά μαιευτήρια γεννήθηκαν μάλιστα 44.752 παιδιά, γεγονός που δείχνει ότι ο ιδιωτικός τομέας αποσπά το 50% των γεννήσεων, αφού και για τα υπόλοιπα περίπου 8.000 παιδιά το πιθανότερο είναι να γεννήθηκαν σε κάποιο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα.
Τη μερίδα του λέοντος στις γεννήσεις κατέχουν τα Ιασώ, Ρέα και Μητέρα με συνολικά 22.785 γέννες, δηλαδή έχουν μερίδιο της τάξης του 25%, ενώ αν προστεθούν και τα μαιευτήρια Λητώ και Γαία (όμιλος Ιατρικού), στις πέντε αυτές κλινικές γεννιέται ένα στα τρία παιδιά στην Ελλάδα.
Αν και το μερίδιο είναι υψηλό, αυτό δεν σημαίνει ότι οι κορυφαίοι του κλάδου δεν διατηρούν σημαντικές επιφυλάξεις και προβληματισμούς για το μέλλον. Μάλιστα, όπως δηλώνουν οι εκπρόσωποι των εταιρειών, προκειμένου να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στην πιεστική κατάσταση έχουν επεκτείνει τις υπηρεσίες τους και σε άλλες ιατρικές ειδικότητες, όπως είναι τα γυναικολογικά περιστατικά και οι παιδιατρικές κλινικές. Εξάλλου ο όμιλος Ιασώ δεν είναι πλέον μόνο μαιευτική κλινική, ο όμιλος Μητέρα είναι γενική κλινική, το Ρέα είναι και χειρουργική κλινική, ενώ μεθοδεύει την εξέλιξή του και σε γενική κλινική, ενώ το Γαία αποτελεί τμήμα του Ιατρικού Αθηνών.
Η ενίσχυση των παράλληλων ιατρικών εργασιών σε έναν βαθμό επιβλήθηκε, καθώς από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα η μείωση στις τιμολογήσεις τοκετών κατά μέσο όρο είναι της τάξης του 50%. Μάλιστα η ραγδαία μείωση του τζίρου συγκρατήθηκε λόγω αυτής της δραστηριότητας.
Επισημάνσεις εκπροσώπων κλινικών Από κει και πέρα ξεκινά ένας έντονος ανταγωνισμός, ο οποίος σε συνδυασμό με την κρίση θα αφήσει σοβαρό αποτύπωμα. Συγκεκριμένα, όπως σημειώνει ο γενικός διευθυντής του Ιασώ Πασχάλης Μπουχώρης, «εξετάζοντας τις γεννήσεις κάθε περιφέρειας και τον αριθμό των κλινικών μπορεί κάποιος με βεβαιότητα να συμπεράνει ότι μερικές κλινικές θα κλείσουν το επόμενο διάστημα. Σε κάθε περίπτωση διακινδυνεύω να πω ότι κλινικές με λιγότερες από 500 γέννες δεν θα υπάρχουν την επόμενη περίοδο. Με τιμές, περικοπές και καθυστερήσεις πληρωμών ΕΟΠΥΥ θα κλείσουν κι άλλες».
Από την πλευρά του ο Γιάννης Κωνσταντάκης, γενικός διευθυντής της Ρέα Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική, υποστηρίζει ότι η κατάσταση δυσχεραίνει και λόγω του γεγονότος ότι διαπιστώνεται μια τάση μετανάστευσης των Ελλήνων, η οποία αφορά παραγωγικά άτομα σε ηλικίες που συνδέονται με τη δημιουργία οικογένειας την οποία και προτιμούν να δημιουργήσουν εκτός Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει ότι υπάρχουν «προτάσεις που σε περίπτωση που οι κλινικές τις αξιοποιήσουν ενδέχεται να μπορέσουν να ξεπεράσουν την κρίση όσο το δυνατόν πιο αλώβητα. Οι δε ελληνικές εταιρείες έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που δεν είναι άλλο από την παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας».
Ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Υγεία και της θυγατρικής Μητέρα Αντρέας Καρταπάνης σημειώνει τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί όσον αφορά τις πληρωμές από τον ΕΟΠΥΥ και την ιδιαίτερα χαμηλή τιμή του ΚΕΝ για έναν φυσιολογικό τοκετό, που μαζί με τη σχετική είσπραξη για το παιδί είναι της τάξης των 800 ευρώ το πολύ. Από αυτό βέβαια το ποσό, το νοσοκομείο εισπράττει το 51%. Επίσης για τη δομή των ιδιωτικών μαιευτηρίων σημειώνει ότι «η λειτουργία αυτοτελούς μαιευτηρίου με ταυτόχρονη λειτουργία γυναικολογικού τμήματος έξω από τη δομή ενός γενικού νοσοκομείου, λειτούργησε και λειτουργεί ακόμα στην Ελλάδα. Στις αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού λειτουργούν μαιευτικά και γυναικολογικά τμήματα ενταγμένα σε γενικά νοσοκομεία και υπάρχει εκμετάλλευση των υποδομών και των υπηρεσιών του γενικού νοσοκομείου.
Επίσης ο Νίκος Μόσχος, διευθυντής Επιχειρησιακής Ανάπτυξης του ομίλου Ιατρικό Αθηνών, υπογραμμίζει, ότι «μέσα σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον, τα ιδιωτικά μαιευτήρια στέκονται αρωγοί των νέων ανθρώπων και απαντούν τόσο με βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών όσο και με παράλληλη προσαρμογή της τιμολογιακής τους πολιτικής στις σημερινές οικονομικές συνθήκες. Αρκεί να σημειωθεί ότι, στο σύνολό τους, έχουν προβεί σε σημαντικές επενδύσεις κοντά στα 100 εκατ. ευρώ, και αυτά μέσα στην περίοδο της κρίσης. Σύγχρονες τάσεις όπως η άμεση συνύπαρξη μητέρας και βρέφους μετά τον τοκετό, η οποία βοηθά στη δημιουργία δεσμού μεταξύ τους ή η παροχή δυνατότητας στον πατέρα να παρευρίσκεται στον τοκετό υποστηρίζονται πλήρως από τα ελληνικά μαιευτήρια, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα».