Το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Μανιατάκειον Ίδρυμα, βασικοί εταίροι στο πρόγραμμα ERASMUS + InHeriT, διοργάνωσαν Διεθνές Συνέδριο με τίτλο «Η Πολιτιστική Κληρονομιά ως Οικονομική και Κοινωνική Αξία: Οικονομικά Οφέλη, Κοινωνική Ευκαιρίες και Προκλήσεις της Πολιτιστικής Κληρονομιάς για την Αειφόρο Ανάπτυξη" στις 11-13 Μαϊου 2016 στο Κέντρο Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας, Excelixi, του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς, στο Καστρί.
To InHeriT είναι ένα τριετές πρόγραμμα ERASMUS + με στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με την οικονομική και κοινωνική αξία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και τον καίριο ρόλο της στη δημιουργία τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης, συμβάλλοντας, έτσι, στην οικοδόμηση μιας «έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομίας" στην Ευρώπη με υψηλά επίπεδα απασχόλησης, παραγωγικότητας και κοινωνικής συνοχής. Οι εταίροι του InHeriT είναι η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, του Πολυτεχνείου Κρήτης (συντονιστής), το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Business School του Πανεπιστημίου Middlesex του Λονδίνου, το Μανιατάκειον Ίδρυμα, το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου, Κύπρος, το Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου, Χανιά, και το Fondazione Flaminia, Ραβέννα, Ιταλία.
Στο Συνέδριο συμμετείχαν εμπειρογνώμονες από ένα ευρύ αντιπροσωπευτικό φάσμα ευρωπαϊκών πολιτιστικών, ακαδημαϊκών και άλλων οργανισμών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν σχετικά με την κοινωνική και οικονομική αξία, τη διακυβέρνηση και τη χρηματοδότηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το Συνέδριο παρακολούθησαν πάνω από εκατό συμμετέχοντες από την Ελλάδα, Ιταλία, Κύπρο, Μεγάλη Βρετανία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Αλβανία, Σιγκαπούρη και Ιαπωνία.
Το Συνέδριο, μέσα από τις παρουσιάσεις και τις συζητήσεις, επικεντρώθηκε:
- στην οικονομική αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς,
- στην εξισορρόπηση των θετικών και αρνητικών οικονομικών πιέσεων που ασκούνται στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και
- στα καινοτόμα μέσα χρηματοδότησης των επενδύσεων πολιτιστικής κληρονομιάς, αναγνωρίζοντας τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου καθώς και στην αναζήτηση πρακτικών λύσεων.
Βασικός ομιλητής ήταν ο Mario Aymerich, Διευθυντής στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), ο οποίος ανέφερε ότι η ΕΤΕπ αναγνωρίζει τη σημασία της πολιτιστικής κληρονομιάς για την αστική ανάπλαση και την περιφερειακή ανάπτυξη στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Ανέφερε, επίσης, ότι οι τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις ακολουθούν πολύ συγκεκριμένες διαδικασίες. Επομένως, η απόφαση για χρηματοδότηση έργων που αφορούν την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς προϋποθέτει υπολογισμό των ωφελειών που προκύπτουν προς τους πολίτες, καθώς και τον υπολογισμό της δυνατότητας δημιουργίας εσόδων για την αποπληρωμή δανειακών κεφαλαίων.
Στην πρώτη συνεδρία σκιαγραφήθηκαν οι παγκόσμιες προκλήσεις της κοινωνικής και οικονομικής αξίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και υποδηλώθηκε ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτισμός μπορεί να συνδεθεί με την κοινωνική επιχειρηματικότητα, πως η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να ενσωματωθεί στην οικονομία και την κοινωνία ως επένδυση για το μέλλον και πως οι διακρατικές πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις μεταβάλλονται ως αποτέλεσμα των αλλαγών στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Η συνεδρία άνοιξε τη συζήτηση για το αν η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να «αξιοποιηθεί» για κοινωνικό όφελος ή αν θα πρέπει να «διατηρηθεί» αλλά μακριά από τους ανθρώπους, θέτοντας το ζήτημα της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών από ποιον και από τι; Και, επίσης, ποιος είναι αυτός που μπορεί να τη διαφυλάξει με τον καλύτερο τρόπο τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς; το κράτος, οι πολιτιστικοί οργανισμοί, οι ΜΚΟ ή η κοινωνία των πολιτών; Παρουσιάστηκαν διακρατικά παραδείγματα από την Ουγγαρία, την Κίνα, την Τουρκία και την Ελλάδα τονίζοντας τόσο τις διαφορές όσο και τις ομοιότητες στις προσεγγίσεις που έχουν υιοθετηθεί. Τέλος, τονίστηκε η σημασία της εθελοντικής εργασίας και των κινήτρων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση της συμμετοχής του κοινού σε κοινωνικές δραστηριότητες διαφύλαξης και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Στη δεύτερη συνεδρία τονίστηκαν ορισμένα σημεία των δυνατοτήτων ανάδειξης και κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ερευνήθηκε η σημασία της ιστορικής μνήμης για την τοπική ταυτότητα και για το ρόλο της στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και η σύνδεση μεταξύ της πολιτιστικής κληρονομιάς και του βιώσιμου τουρισμού. Την προσοχή προσέλκυσε η δήλωση ότι «δεν πρέπει οι χώροι πολιτιστικής κληρονομιάς, να γίνουν πάρκα αναψυχής ή θεματικά πάρκα» και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά την ανάπτυξη των πολιτιστικών χώρων, τονίζοντας την ανάγκη για βιωσιμότητα, ποικιλομορφία, καινοτομία και διαφύλαξη που, ως εκ τούτου, θα οδηγήσει στην ανάπτυξη και υιοθέτηση των κατάλληλων δημόσιων πολιτικών. Ενώ, είναι βέβαιο ότι δεν χρειαζόμαστε "θεματικά πάρκα", είναι επίσης βέβαιο ότι χρειαζόμαστε χώρους πολιτιστικής κληρονομιάς που έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Αλλά δεν έχει ακόμη καθοριστεί ο τρόπος.
Η τρίτη συνεδρία επικεντρώθηκε στη δημόσια πολιτική, την οικονομική ανάπτυξη και το πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού. Τα θέματα αυτά διερευνήθηκαν εμπειρικά με μελέτες περιπτώσεων από την Κύπρο, την Ελλάδα και την Ολλανδία επισημαίνοντας τη σημασία των τοπικών πρωτοβουλιών και μια προσέγγιση από κάτω προς τα πάνω. Εξερευνήθηκε η σημασία του ορισμού της δημόσιας πολιτικής, αλλά τα θέματα των κατάλληλων δομών για την επίσημη πολιτική στη διακυβέρνηση και διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς έμειναν αναπάντητα. Διερευνήθηκε, τέλος, η σημαντική διάσταση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και της τοπική γνώσης καθώς και η σχέση τους με τη βιώσιμη διαχείριση των πολιτιστικών πόρων.
Η τέταρτη και τελευταία συνεδρία της πρώτης ημέρας, ήταν αφιερωμένη στη διακυβέρνηση και διαχείριση της βιομηχανικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Ήταν μια πολύ πλούσια συνεδρία όπου παρουσιάστηκαν μια σειρά από μελέτες περιπτώσεων, ξεκινώντας με το πρωτότυπο βιομηχανικό οικισμό στα Άσπρα Σπίτια της Αλουμίνιον της Ελλάδος, συνεχίζοντας με το πλούσιο βιομηχανικό πολιτιστικό απόθεμα της ΔΕΗ, στη συνέχεια, με την πρωτοποριακή εμπειρία του δικτύου των οκτώ βιομηχανικών μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς και, τέλος, με την αγρο-βιομηχανική κληρονομιά μιας επαρχιακής πόλης και το ρόλο της στην οικονομία και την κοινωνία της πόλης. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην αλληλεπίδραση των στοιχείων της βιομηχανικής κληρονομιάς, όπως αυτά έχουν δημιουργηθεί και χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση οικονομικών και κοινωνικών αναγκών, ενταγμένα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και σε συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες και πώς μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν για τον εμπλουτισμό των σύγχρονων αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας, ώστε να συμβάλλουν στην αειφόρο ανάπτυξη.
Η πέμπτη συνεδρία επικεντρώθηκε στις νέες προσεγγίσεις για τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς και πώς θα μπορούσαν να «ενσωματωθούν» στην οικονομία και την κοινωνία, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες κοινωνικές και οικονομικές τάσεις. Υπήρξε μια πολύ ζωντανή συζήτηση που άρχισε με τη θεσμική δομή του Flaminia Foundation, ενός ιδρύματος δημόσιου σκοπού στη Ραβέννα της Ιταλίας, συνδεδεμένου με το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια , που εκ των πραγμάτων λειτουργεί και ως μοχλός αστικής ανάπλασης της Ραβέννα, Ιταλία. Στη συνέχεια παρουσιάσθηκε το «μοντέλο εμπειρίας», μια νέα τάση στην ανάλυση των προτιμήσεων του καταναλωτή, το οποίο τονίζει τη μετατόπιση της έμφασης της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς από τα μνημεία στους ανθρώπους, από τα αντικείμενα στη λειτουργία και από την διατήρηση στην αειφόρο χρήση. Στη συνέχεια ακολούθησε η παρουσίαση των ερευνητικών αποτελεσμάτων στη Νορβηγία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με το πώς οι νέες τάσεις στα κοινωνικά δίκτυα επηρεάζουν τις στρατηγικές του μάρκετινγκ. Τέλος, μια μάλλον προκλητική παρουσίαση υπενθύμισε στους συμμετέχοντες του συνεδρίου ότι η διατήρηση των πολιτιστικών αγαθών και η διαθεσιμότητα τους στο κοινό απαιτεί οικονομικούς πόρους, που σε περίοδο λιτότητας και ισχνών προϋπολογισμών ευρίσκονται σε ανεπάρκεια. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η καινοτόμος δράση για τη δημιουργία οικονομικών πόρων και εισοδημάτων μέσω της ιδιωτικής και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, τονίζοντας την ανάγκη για ενθάρρυνση νέων επιχειρηματιών και την ίδρυση νέων επιχειρήσεων στον τομέα του πολιτισμού.
Η έκτη συνεδρία αφορούσε στην αλληλεπίδραση της πολιτιστικής κληρονομιάς με την περιφερειακή και την τοπική οικονομική ανάπτυξη. Δημόσιοι λειτουργοί από την τοπική και την περιφερειακή αυτοδιοίκηση παρουσίασαν τις απόψεις τους σχετικά με τη συμβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Στη συνέχεια τονίστηκε η σημασία της ανάπτυξης κατάλληλων εργαλείων και μεθοδολογιών, με έμφαση στην επιχειρηματική εκπαίδευση και τη χρήση νέων εργαλείων ΤΠΕ για την αξιολόγηση των κοινωνικών και οικονομικών ωφελειών της πολιτιστικής κληρονομιάς σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Αυτός είναι ένας σαφής στρατηγικός στόχος για την πραγματοποίηση του οράματος της τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης.
Στην έβδομη συνεδρία παρουσιάστηκαν μελέτες περιπτώσεων από τη Μεσσηνία, την Ελλάδα, την Κεντρική Ασία (SPINNA Circle), την Αλβανία και έγινε η σύγκριση των δημόσιων πολιτικών στην Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι προφανές ότι τα πολιτιστικά αγαθά παρουσιάζουν μια σημαντική πηγή τοπικής ανάπτυξης που μπορεί να συμβάλει στην αειφόρο ανάπτυξη και την ευημερία του τοπικού πληθυσμού.
Η όγδοη συνεδρία επικεντρώθηκε στα οικονομικά εργαλεία και τις μεθόδους για την αξιολόγηση της κοινωνικής και οικονομικής αξίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, για την εξέταση των επενδυτικών αναγκών και των χρηματοδοτικών εργαλείων για την ενίσχυση της πολιτιστικής κληρονομιάς, με έμφαση σε καινοτόμα μέσα χρηματοδότησης έργων πολιτιστικής κληρονομιάς, με τη συνεργασία Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα και τη χρηματοδότηση εργαλείων για αστική ανάπλαση και τοπική ανάπτυξη.
Δημόσια πολιτική και ευαισθητοποίηση του κοινού
Ένα ισχυρό αποτέλεσμα του συνεδρίου, σύμφωνα με τους διοργανωτές, είναι ότι η πολιτιστική κληρονομιά ενέχει μια αναξιοποίητη δυνατότητα ανάπτυξης, ικανή να παράγει απασχόληση και εισόδημα και η δημόσια πολιτική θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή η δυνατότητα ως πόρο ανάπτυξης, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο στο πλαίσιο εξόδου από την τρέχουσα ευρωπαϊκή κρίση. Παράλληλα, τονίζουν ότι η αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκριση των μέτρων της δημόσιας πολιτικής που στοχεύουν στην αντιμετώπιση του κοινωνικού και οικονομικού δυναμικού του πολιτιστικού αποθέματος.
Έκδοση βιβλίου
Το Συνέδριο είναι συνδεδεμένο με μια ειδική έκδοση βιβλίου που θα φέρει τον ίδιο τίτλο. Το βιβλίο θα περιλαμβάνει τις παρουσιάσεις και τις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο συνέδριο και θα έχει τη μορφή της συνοδευτικής έκδοσης για την «Οικονομική Αξία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Το βιβλίο αυτό, με τη συμβολή όλων των συμμετεχόντων στο συνέδριο, θα αποδειχθεί μια πολύτιμη πηγή υλικού, πληροφοριών και ανάλυσης για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επόμενα βήματα
Ο γενικός στόχος του Προγράμματος InHeriT είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με την οικονομική και κοινωνική αξία της αρχιτεκτονικής πολιτιστικής κληρονομιάς και του κρίσιμου ρόλου της στη δημιουργία τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης, συμβάλλοντας, έτσι, στην οικοδόμηση μιας «έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομίας" στην Ευρώπη με υψηλά επίπεδα απασχόλησης, παραγωγικότητας και κοινωνικής συνοχής. Οι ειδικοί στόχοι του προγράμματος είναι:
- Αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού για τις δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
- Καθιέρωση κοινωνικών πρωτοβουλιών που θα δημιουργήσουν επιχειρηματικές συνεργασίες επενδύοντας στην τοπική και περιφερειακή πολιτιστική κληρονομιά.