Στο μεταίχμιο της εποχής της μεγάλης άνθησης βρίσκεται αυτήν την περίοδο ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών, με τους ενεργούς αριθμούς κινητών τηλεφώνων να ξεπερνούν τον ελληνικό πληθυσμό και τα έσοδα της κινητής τηλεφωνίας στο σύνολο της τηλεπικοινωνιακής πίτας να αντιστοιχούν σε μερίδιο άνω του 55% το 2004, τη στιγμή που η εκτίμηση για το 2001 ήταν ότι δεν θα ξεπερνούσε το 40%.
Τα παραπάνω επισημαίνονται σε έρευνα της Hellastat για τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών στην οποία τονίζεται ότι η κατάσταση που ισχύει στην ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών, θυμίζει ένα πολύπλοκο δίχτυ, αφού γύρω από τον κορμό του ΟΤΕ, ο οποίος διαθέτει τόσο τη ραχοκοκαλιά όσο και τα κλαδιά του «σταθερού» τηλεπικοινωνιακού ιστού, τυλίγεται το «κουβάρι» του ανταγωνισμού:
Σύμφωνα με την έρευνα, το μεγάλο ζητούμενο μετά την απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα παραμένει το θέμα των υποδομών και της χρήσης του δικτύου, καθώς οι ιδιωτικές επιχειρήσεις διστάζουν να επενδύσουν κεφάλαια, ιδίως όταν εκκρεμεί η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του νέου πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.
Όσον αφορά την πορεία των αποτελεσμάτων των εταιρειών, υπογραμμίζεται ότι αύξηση των πωλήσεων κατά το 2004 παρουσίασαν 43 εταιρείες του τομέα τηλεπικοινωνιών, με τα έσοδα τους να ανέρχονται στα 7,65 δισ. ευρώ έναντι 7,19 δισ. ευρώ το 2003, σημειώνοντας άνοδο 6,3%.
Η σημαντική κάμψη των εσόδων του ΟΤΕ κατά 8,7%, στα 2,85 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της πτώσης της σταθερής από την κινητή τηλεφωνία, και η εμφάνιση μειωμένων κατά 30% λειτουργικών κερδών και αρνητικών καθαρών αποτελεσμάτων (-133,7 εκατ. ευρώ) αποτελεί την αρνητική εξαίρεση στον τηλεπικοινωνιακό κλάδο. Μάλιστα, ο κύκλος εργασιών του ΟΤΕ εμφανίζει την τελευταία τετραετία μέση ετήσια μείωση 6,2%.
Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις εμφάνισαν συνολική αύξηση εσόδων κατά 18% το 2004 (31,2% ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ανά εταιρεία), ενώ τα καθαρά αποτελέσματα είναι βελτιωμένα κατά 24,1% σε σχέση με το 2003.
Ως καίριο ζήτημα για την ανάπτυξη και κερδοφορία των επιχειρήσεων τίθεται η σύγκλιση τα επόμενα ενάμισι έως τρία χρόνια των τελών διασύνδεσης από σταθερό σε κινητό προς τον αντίστοιχο μέσο όρο στην Ε.Ε., η οποία μεταφράζεται σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 25% περίπου από τα σημερινά ισχύοντα.