Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Εξαιρούνται της λίστας της «προστασίας» ευρωπαϊκών προϊόντων προέλευσης η φέτα και οι ελιές Καλαμών στο κείμενο της Συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Νότια Αφρική (SADC).
Ειδικότερα, μολονότι στη συμφωνία συμπεριλαμβάνονται πάνω από 200 προϊόντα τα οποία ανήκουν στην κατηγορία των ευρωπαϊκών Π.Ο.Π, στην περίπτωση της φέτας και των ελιών Καλαμών υπάρχουν σαφείς υποσημειώσεις.
Συγκεκριμένα, με ειδικούς αστερίσκους τονίζεται ότι για διάστημα πέντε ετών οι υφιστάμενοι παραγωγοί της Ν. Αφρικής διατηρούν τη δυνατότητα παραγωγής και εμπορίας της φέτας υπό την επωνυμία «South Africa Feta» ή «Feta-style» ή «Feta-type» και με σαφή αναγραφή του τρόπου παραγωγής (σ.σ.: η φέτα έχει κατοχυρωθεί ως Π.Ο.Π. και παράγεται αποκλειστικά από γάλα πρόβειο ή μίγμα αυτού με γίδινο, σε συγκεκριμένους νομούς της Ελλάδας και από συγκεκριμένες φυλές αιγοπροβάτων).
Με δεδομένο ότι στην παρούσα φάση η Συμφωνία SADC δεν μπορεί να «ανοίξει» εκ νέου για οποιαδήποτε τροποποίηση του κειμένου της (σ.σ.: είχε ήδη ολοκληρωθεί από τον Σεπτέμβριο του 2014), ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης B. Αποστόλου και ο επίτροπος Φ. Χόγκαν συμφώνησαν χθες σε ένα κείμενο-δήλωση της Επιτροπής. Στο κείμενο αυτό, μεταξύ άλλων, υπάρχει η δέσμευση ότι κατά τη μεταβατική περίοδο των πέντε ετών θα αρχίσει τη διαδικασία αναθεώρησης, με σκοπό να επιτύχει για όλες τις Γεωγραφικές Ενδείξεις, συμπεριλαμβανομένης της φέτας, το ίδιο επίπεδο προστασίας.
Παρ’ όλα αυτά, σε κανένα σημείο του κειμένου της συμφωνίας SADC δεν υπάρχει αναφορά ότι δύναται να υπάρξει αναθεώρηση μετά το πέρας της πενταετίας, σχετικά με τους όρους για την εμπορική χρήση του ονόματος φέτα από τους παραγωγούς της Ν. Αφρικής.
Εξάλλου, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Γραφείο Ο.Ε.Υ. Γιοχάνεσμπουργκ, πέρα από την ύπαρξη μιας και μόνο εισαγόμενης φέτας, και μάλιστα της ελληνικής «Δωδώνη», όλα ανεξαιρέτως τα παρεμφερή προϊόντα τύπου φέτας είναι αποκλειστικά παραγωγής Νότιας Αφρικής.
Κατ’ αντίθεση με τους τυποποιημένους όρους παραγωγής φέτας, σχεδόν όλα τα τοπικά προϊόντα παρασκευάζονται από αγελαδινό γάλα, με τρεις μόνο εξαιρέσεις οι οποίες αναφέρουν χρήση αιγοπρόβειου γάλακτος.
Επίσης εξαιρουμένων ελάχιστων προϊόντων τα οποία φέρουν ένδειξη «τύπου φέτας» (style), είναι γενικευμένη η χρήση της ονομασίας «feta» με μόνες άλλες ειδικότερες ενδείξεις ως προς τυχόν επιπλέον συστατικά (π.χ. with herbs, with black pepper κ.λπ.). Η χρήση της ονομασίας «feta» στην τοπική αγορά γίνεται από τους οκτώ τοπικούς παραγωγούς Woolworths, Fairview, Pick n’Pay, Haryson’s, Simonsberg, Clover, Karoo, Meze.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων εκτιμά ότι η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την αντίστοιχη συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά (CETA) -όπου και εκεί η φέτα μαζί με τρία ακόμα τυριά εξαιρούνται από την εν δυνάμει προστασία τους ως ΠΟΠ- επί της ουσίας οδηγούν στην απώλεια της ταυτότητας της φέτας από τον παγκόσμιο χάρτη, καθώς η καταναλωτική αναγνώριση για το εθνικό μας προϊόν θα ατονήσει, με τη ζυγαριά να στρέφεται υπέρ κάθε είδους λευκού τυριού. Ο ΣΕΒΓΑΠ, τονίζοντας την παράλογη αυτή εμπορική εξαίρεση, ζητά να θωρακιστεί η ονομασία «feta».
Παράλληλα, η Πανελλήνια Ένωση Κτηνοτρόφων, με επιστολή που απέστειλε στον πρωθυπουργό, ζητά να τεθεί βέτο από τον κ. Αποστόλου στο συμβούλιο υπουργών για υιοθέτηση της συμφωνίας.
Όμως υπό διωγμόν βρίσκονται και οι ελιές ποικιλίας Καλαμών, καθώς όπως επισημαίνεται στα ψιλά γράμματα της συμφωνίας SADC «η ονομασία Κalamon ή Kalamata μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιείται σε παρόμοια (similar) προϊόντα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα παραπλανάται ο καταναλωτής αναφορικά με την ακριβή περιοχή προέλευσης». Η εξέλιξη αυτή λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία έξι αγορές (Ιταλία, Σλοβενία, Γαλλία, Δανία, Νορβηγία και Σουηδία) προχωρούν σε διακοπή των εμπορικών συνεργασιών για τη συγκεκριμένη ποικιλία με ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατεί αναφορικά με την ονομασία της επιτραπέζιας ποικιλίας και αυτή της Π.Ο.Π. «Ελιά Καλαμάτας» / P.D.O. Elia Kalamatas. Σημειώνεται ότι και τα δύο αυτά προϊόντα αποτελούν δυνατά χαρτιά για τις ελληνικές εξαγωγές, που στην περίπτωση της φέτας μεταφράζεται σε αξία πάνω των 300 εκατ. ευρώ, ενώ στις επιτραπέζιες ελιές αγγίζει τα 450 εκατ. ευρώ.