Η ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου συνεχίστηκε το 2004, σύμφωνα με τα τα οικονομικά αποτελέσματα δείγματος 3.402 εμπορικών ΑΕ και ΕΠΕ, τα οποία είναι καταχωρημένα στη βάση δεδομένων της ICAP. Από τα εν λόγω προσωρινά δεδομένα προκύπτει νέα ικανοποιητική άνοδος των πωλήσεων, της κερδοφορίας και των κεφαλαίων.
Ειδικότερα, το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων αυτών αυξήθηκε με ρυθμό 11,3% και έφτασε τα 27,4 δισ. ευρώ.
Ο ρυθμός διεύρυνσης της αξίας των πωλήσεων ήταν σημαντικά υψηλότερος του πληθωρισμού: 11% σε 42,5 δισ. ευρώ. Η ισοδύναμη όμως αύξηση του κόστους πωληθέντων διατήρησε στάσιμο στο 19,8% το περιθώριο μικτού κέρδους. Υπήρξε συγκράτηση των χρηματοοικονομικών δαπανών, αλλά η κατά 11,7% αύξηση των δαπανών διοίκησης και διάθεσης περιόρισε την βελτίωση του λειτουργικού αποτελέσματος. Τα δε προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 8% και ανήλθαν σε 1,7 δισ. ευρώ. Το περιθώριο καθαρού κέρδους παρέμεινε σχεδόν σταθερό στο 3,9%.
Την ταχύτερη ανάπτυξη όσον αφορά τα βασικά μεγέθη - συνολικά κεφάλαια, πωλήσεις και προ φόρων κέρδη - πέτυχε η ομάδα των μικρών επιχειρήσεων. Επίσης, ταχύτερη του συνόλου ανάπτυξη καταγράφηκε και στις μεσαίου μεγέθους μονάδες. Αντίθετα, βραδύτεροι ήταν οι ρυθμοί μεγέθυνσης των πολύ μικρών και των μεγάλων μονάδων.
Καλύτεροι ήταν και οι βασικοί χρηματοοικονομικοί δείκτες, αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων και γενική ρευστότητα, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Η σχέση ξένων-ιδίων κεφαλαίων όμως ήταν πολύ χειρότερη.
Η κλαδική εικόνα είναι περισσότερο περίπλοκη. Υπήρξαν μεγάλες διαφορές όσον αφορά τη μεταβολή των πωλήσεων και των κερδών. Από πλευράς μεταβολής πωλήσεων ξεχώρισε ο κλάδος εμπορίας αυτοκινήτων με 18%. Τη μεγαλύτερη όμως μεταβολή της κερδοφορίας είχε το χονδρικό εμπόριο με 12% ενώ τα προ φόρων κέρδη του λιανεμπορίου σημείωσαν κάμψη.
Μεγάλες διαφορές υπάρχουν επίσης και μεταξύ των βασικών αριθμοδεικτών των τριών κλάδων, ιδιαίτερα όσον αφορά την αποδοτικότητα και το λόγο ξένων-ιδίων κεφαλαίων.
Την υψηλότερη αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων είχε ο κλάδος αυτοκινήτων, με 30,3%. Ακολούθησε το χονδρικό με 22,1% και το λιανικό εμπόριο με 16,1%.
Πηγή: ΑΠΕ