Την ανάγκη άμεσης βελτίωσης του εγχώριου οικονομικού κλίματος προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό των «προβληματικών δανείων», υπογραμμίζει η Eurobank, σε ειδική της ανάλυση.
Η ελληνική τράπεζα επισημαίνει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη είναι η ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος προσαρμογής.
Παράλληλα, τονίζει ότι σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, «η περαιτέρω βελτίωση του θεσμικού, νομικού και εποπτικού πλαισίου για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων συνιστά κρίσιμο προαπαιτούμενο για την απελευθέρωση πόρων που παραμένουν παγιδευμένοι σε μη παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και την ταχύτερη επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής των πιστώσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με την Eurobank, σε αντίθεση με την εμπειρία άλλων χωρών του ευρωπαϊκού νότου, η μεγάλη αύξηση των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα από το 2008 και εντεύθεν, οφείλεται κυρίως στην πρωτοφανή που κατέγραψε η ελληνική οικονομία και όχι στην πολιτική δανειοδοτήσεων που ακολούθησαν τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας την περίοδο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης.
Η μετάδοση της επίπτωσης μιας συρρίκνωσης του ΑΕΠ ή/και μίας αύξησης του ποσοστού ανεργίας στην αναλογία των προβληματικών δανείων προς το σύνολο των δανείων λαμβάνει χώρα σχετικά σύντομα. Μάλιστα, κάποια από τα εκτιμώμενα οικονομετρικά υποδείγματα της μελέτης, προσδιορίζουν την εκδήλωση του μεγαλύτερου μέρους αυτής σε 2 - 3 τρίμηνα.
Όσον αφορά την αντίστοιχη μακροπρόθεσμη επίπτωση, αυτή εκτιμάται σε περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες αύξησης του λόγου προβληματικών δανείων για κάθε μονάδα συρρίκνωσης του πραγματικού ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ της χώρας.
Επιπρόσθετα, η μελέτη της Eurobank τεκμηριώνει την ύπαρξη αιτιώδους σχέσης αντίθετης κατεύθυνσης - δηλαδή από το λόγο προβληματικών δανείων προς το ΑΕΠ και το ποσοστό ανεργίας της Ελλάδας. Απλούστερα, η αύξηση των προβληματικών δανείων συμβάλλει αρνητικά από την πλευρά της, στην εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας μέσω των δυσμενών της επιπτώσεων στη κεφαλαιακή επάρκεια και τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και στην ευχέρεια τους να παράσχουν νέες πιστώσεις στα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Στην ανάλυση της τράπεζας, επισημαίνεται παράλληλα, ότι μια μείωση του ρυθμού μεταβολής του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ή/και αύξηση του ποσοστού ανεργίας συμβάλει σε ταχύτερη και μεγαλύτερη σε μέγεθος μεταβολή (αύξηση) του λόγου των επιχειρηματικών και των καταναλωτικών δανείων από ότι αυτού των στεγαστικών δανείων. Το ίδιο ισχύει και για την επίπτωση του πραγματικού μεσοσταθμικού επιτοκίου επί των δανείων αυτών.
Τα παραπάνω ευρήματα - καταλήγει η Eurobank - σχετίζονται ενδεχομένως με μία σειρά ιδιοσυγκρασιακών παραγόντων όπως για παράδειγμα. το σχετικά υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα καθώς και το γεγονός ότι τα στεγαστικά δάνεια φέρουν εμπράγματες εξασφαλίσεις που συνδέονται με το υποκείμενο ακίνητο.